Ακατάσχετο για τους μισθούς και τις συντάξεις βουλευτών

Google news logo Βρείτε μας στο Google News. Πατήστε εδώ!


Μπορεί να διανοηθεί κανείς ότι το ανώτατο γνωμοδοτικό όργανο της Πολιτείας, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΝΣΚ), με νόμο του 1884, εκπορευμένο από το Σύνταγμα του 1864, θα εισηγείτο το ακατάσχετο των μισθών και συντάξεων των βουλευτών; Κι ακόμη χειρότερα, ότι αυτή τη γνωμοδότηση θα την αποδεχόταν ο αρμόδιος υπουργός Οικονομικών, στον οποίο υπάγεται απευθείας το ΝΣΚ;

Δεν φτάνει που οι βουλευτές φορολογούνται μόνο για το 25% των εισοδημάτων τους, τυγχάνουν πληθώρας απαλλαγών και ατελειών, απολαμβάνουν αυτοκρατορικά προνόμια σε μια Ελλάδα καταρρέουσα και σπανίως ευρίσκονται αντιμέτωποι με τον νόμο. Από το καλοκαίρι του 2013, όπως αποκαλύπτουν σήμερα τα «Π», το Δ΄ Τμήμα του ΝΣΚ εξέδωσε κατά πλειοψηφία απόφαση, μετά από ερώτημα της Βουλής, σύμφωνα με την οποία: «Η βουλευτική αποζημίωση και οι λοιπές απολαβές των βουλευτών τυγχάνουν ανεκχώρητες και ακατάσχετες εις χείρας της Βουλής ως τρίτης», εκτός και αν πρόκειται να ικανοποιηθούν απαιτήσεις διατροφής συζύγου ή απαιτήσεις του Δημοσίου, περίπτωση στην οποία επιτρέπεται η κατάσχεση έως το 1/4 της αποζημίωσης, και πάλι όμως υπό περιορισμούς.

Με τη γνωμοδότηση αυτή (αρ. 268/2013/25-06-2013) οι φυλακισμένοι βουλευτές ή πρώην βουλευτές εξακολουθούν να λαμβάνουν τα εισοδήματά τους από τη Βουλή, καθώς και να διατηρούν τυχόν καταθέσεις που προκύπτει ότι προέρχονται από αυτά. Επίσης, όσοι πρώην βουλευτές ή υπουργοί έχουν καταδικαστεί για συκοφαντική δυσφήμηση ή αξιόποινες πράξεις που επισείουν χρηματικές ποινές, αυτές δεν μπορεί να προέρχονται από βουλευτικές αποζημιώσεις παρά μόνον από άλλα εισοδήματά τους, αν έχουν.

Υπενθυμίζουμε ότι αυτή τη στιγμή ο πρώην υπουργός και βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Ακης Τσοχατζόπουλος είναι καταδικασμένος από τη Δικαιοσύνη για την εμπλοκή του σε σειρά σκανδάλων με τα εξοπλιστικά προγράμματα, άρα δύναται να επωφεληθεί από τη γνωμοδότηση του ΝΣΚ. Επίσης, αντιμέτωποι με βαριές κατηγορίες είναι οι προφυλακισμένοι βουλευτές της Χρυσής Αυγής, χωρίς κανείς να γνωρίζει τι τους επιφυλάσσει η βάσανος της ακροαματικής διαδικασίας, επομένως θα μπορούσαν να ωφεληθούν και αυτοί. Εκκρεμεί επίσης η διαδικασία που αφορά τον πρώην υπουργό Οικονομικών Γιώργο Παπακωνσταντίνου, ο οποίος έχει παραπεμφθεί στο Ειδικό Δικαστήριο. Τέλος, μια σειρά υποθέσεων διαφθοράς στις οποίες εμπλέκονται πρώην υπουργοί και βουλευτές κυβερνήσεων των τελευταίων ετών μένει να παραπεμφθούν στην ακροαματική διαδικασία, εάν και εφόσον υπάρξει η σχετική πολιτική βούληση στο άμεσο μέλλον.

ΤΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ

Τον Ιούνιο του 2013, οι Διευθύνσεις Διοικητικού και Οικονομικού της Βουλής υποβάλλουν ερώτημα στο ΝΣΚ για την κατάσχεση ή μη των βουλευτικών αποζημιώσεων, κυρίως λόγω των αυξημένων αιτήσεων πρώην κοινοβουλευτικών, οι οποίοι την περίοδο 2006-2010 οργίασαν κατά εξωκοινοβουλευτικών στελεχών των τότε κυβερνήσεων, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να προσφύγουν εναντίον τους στη Δικαιοσύνη και να δικαιωθούν.

Το ΝΣΚ όμως τους «έκοψε τον βήχα» προστατεύοντας τους βουλευτές με ένα σκεπτικό που παραβιάζει κατάφωρα το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Η εισηγήτρια του ανώτατου διοικητικού οργάνου, επικαλούμενη το Αρθρο 63 του Συντάγματος, το οποίο χαρακτηρίζει ως αποζημίωση και δαπάνη τη βουλευτική σύνταξη, τεκμαίρεται πως η Ολομέλεια της Βουλής «δεν καθιερώνει ασφαλώς κατασχετό ή ακατάσχετο των απαιτήσεων του βουλευτή». Προς επίρρωση του ισχυρισμού της «βουτάει» σε βάθος αιώνων στη νομολογία και φτάνει μέχρι τον Νόμο «ΑΡΜΑ/1884», ψηφισθέντα στις 16 Μαρτίου 1884 (ΦΕΚ 109/1884), και στο άρ. 2, που ορίζει ότι: «Απαγορεύεται η εκχώρησις και η κατάσχεσις των κατά το άρθρον 75 του Συντάγματος χορηγούμενων εις τους βουλευτάς αποζημιώσεων διά τε τας τακτικάς και τας εκτάκτους συνόδους…». Φροντίζει ωστόσο να διευκρινίσει ότι το άρ. 75 του Συντάγματος του 1864, που επικαλείται ο νομοθέτης εκείνης της εποχής, «δεν είναι ακριβώς όμοιο του άρθρου 63 του ισχύοντος Συντάγματος», παρά ταύτα εισηγείται να εφαρμοστεί το ακατάσχετο για τις αποζημιώσεις των βουλευτών.

Και τούτο διότι «η προαναφερόμενη διάταξη (σ.σ.: του 1884) δεν φαίνεται ευθέως να έχει καταργηθεί από τον ισχύοντα Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ούτε και το ειδικότερο θέμα του κατασχετού ή μη της προβλεπόμενης από το Σύνταγμα βουλευτικής αποζημίωσης ρυθμίζεται ειδικά από τις διατάξεις αυτού, αλλά ούτε και βρίσκεται σε αντίθεση με οποιαδήποτε διάταξη ώστε να θεωρείται ότι καταργήθηκε…». Προτείνει, δε, αφού διαπίστωσε το συνταγματικό κενό, να αναληφθεί σχετική νομοθετική πρωτοβουλία, τονίζοντας: «Αντί της προσπάθειας ανάδειξης και παραδοχής του κατασχετού ή μη της βουλευτικής αποζημίωσης με ερμηνεία διατάξεων αναγομένων σε πολύ παρωχημένο χρόνο, η οποία προδήλως δεν δύναται να οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι υφίσταται, λόγω και της μεγάλης σπουδαιότητας του ζητήματος τούτου, ανάγκη σαφούς και ευθείας ρύθμισης αυτού διά της νομοθετικής οδού».

Οι πρόνοιες του Συντάγματος του 1864

Το Σύνταγμα του 1864, το μακροβιότερο όλων, διάρκειας ενός αιώνα, με τις αναθεωρήσεις του 1911 και του 1952, όριζε στο Αρθρο 75 ως αποζημίωση το πενιχρό βουλευτικό εισόδημα το οποίο δαπανάτο στο ακέραιο για τις μετακινήσεις των βουλευτών ακόμη και στα πολλά πολεμικά μέτωπα εκείνης της περιόδου.

Στο δε Αρθρο 77 αναφερόταν ότι οι βουλευτές που υπηρετούσαν ως μισθωτοί σε υπηρεσίες του Δημοσίου, στον Στρατό ή σε οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία εισέπρατταν από τη Βουλή τη διαφορά μεταξύ του μισθού τους και της καθορισμένης βουλευτικής αποζημίωσης. Αντιθέτως, με το άρθρο 63 του υφιστάμενου συντακτικού πλαισίου, «η χρηματική αυτή παροχή (σ.σ.: περίπου 6.400 ευρώ μηνιαίως, μη συνυπολογιζομένων των άλλων επιδομάτων και των ατελών παροχών) περιλαμβάνει αφενός αποζημίωση, αφετέρου δαπάνες». Κατά την τρέχουσα ερμηνεία, «η αποζημίωση καλύπτει τα έξοδα διαβίωσης των βουλευτών, ενώ οι δαπάνες καλύπτουν κυρίως τα έξοδα των γραφείων τους και τις εν γένει δαπάνες για την άσκηση του λειτουργήματός τους». Εστω και αν το ΝΣΚ κατέληξε νομότυπα σε ένα τέτοιο συμπέρασμα, ηθικώς βαρύνεται με την απαράδεκτη επίκληση νόμων που, αν μη τι άλλο, θεσπίστηκαν πριν από ενάμιση αιώνα!

Πηγή: parapolitika.gr