ΓΥΝΑΙΚΑ – ΗΡΩΑΣ: Έσωσε 2.500 παιδάκια από θαλάμους αερίων !

Google news logo Βρείτε μας στο Google News. Πατήστε εδώ!


Η Ιρένα Ζέντλερ είναι η γυναίκα που αφιέρωσε τη ζωή της σώζοντας 2,500 παιδιά από το γκέτο της Βαρσοβίας, στο οποίο ζούσαν αναγκαστικά υπό την επίβλεψη Γερμανών στρατιωτών, την περίοδο της κατοχής.

Η κατάμεστη από κόσμο αίθουσα του Μεγάρου εκείνο το βράδυ συγκέντρωνε, διεθνώς, τα φώτα της δημοσιότητας. Σε λίγα λεπτά θα ανακοινώνονταν ποιος θα λάμβανε την ύψιστη τιμητική διάκριση του Νόμπελ Ειρήνης για το 2007, η οποία θα συνοδευόταν και από 1.410.000 δολάρια.

Από τους 181 υποψηφίους στην τελική διαδικασία είχαν ξεχωρίσει δυο άνθρωποι.

Ο πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Αλ Γκορ και μι άσημη υπέργηρη κυρία 97 ετών. Ο πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, με τον αέρα που του έδινε το αξίωμα του ανθρώπου δίπλα στον «πλανητάρχη», χαιρετούσε δεξιά και αριστερά τον κόσμο, κορδωμένος σαν γάλος.

Η ανθυποψήφιά του καθόταν σεμνά τρεις θέσεις αριστερά του. Παρά την ηλικία της το πρόσωπο της είχε μια ηρεμία και μια αξιοπρέπεια που σπάνια συναντάς. Εκείνη δεν μπορούσε να κορδωθεί. Χαιρετούσε αργά, κουνώντας το χέρι της, όποιον πήγαινε δίπλα της και της μιλούσε.

Ξαφνικά τα φώτα χαμήλωσαν, ο κόσμος σταμάτησε να μιλάει και ο πρόεδρος της πενταμελούς επιτροπής, σηκώθηκε από τη θέση του, ίσιωσε το παντελόνι και την ουρά από το σμόκιν του και προχώρησε γοργά προς το αναλόγιο.

Ξερόβηξε μάλλον θεατρικά και όταν σιγουρεύτηκε ότι όλες οι κάμερες, όλα τα φλας, όλα τα μάτια ήταν στραμμένα σε εκείνον, άνοιξε τον σφραγισμένο φάκελο και διάβασε: «Το Νόμπελ Ειρήνης για το 2007, απονέμεται στον κ. Αλ Γκορ, για την τεράστια προσφορά του και τους αγώνες του σχετικά με την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης για το φαινόμενο του θερμοκηπίου».

Ο κόσμος ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Πολλά από αυτά κάπως μουδιασμένα. Κάποιοι όρθιοι έσκυβαν στον διπλανό τους και ρωτούσαν: «Μα είναι δυνατόν;», ύστερα πάλι συνέχιζαν να χειροκροτούν.
Η υπέργηρη κυρία σηκώθηκε όρθια και χειροκρότησε με ειλικρίνεια τον άνθρωπο που κέρδισε το βραβείο. Μπορεί να είχε στεναχωρηθεί, μπορεί και όχι. Μπορεί τα μάτια της που δάκρυζαν να ήταν από πίκρα, μπορεί και από τον καταρράκτη. Κανείς δεν έμαθε ποτέ…

Η πόρτα του μεγάλου πετρόχτιστου αρχοντικού που δέσποζε στις παρυφές της πόλης άνοιξε και ένας παγωμένος αέρας, μαζί με μπόλικες νιφάδες χιονιού, εισέβαλε στο χολ του σπιτιού. Ο άνδρας μπήκε γρήγορα μέσα, την έκλεισε και, με αργές κινήσεις που φανέρωναν κούραση, έβγαλε το βαρύ παλτό και το καπέλο του. Τα καθάρισε από το χιόνι και τα κρέμασε στον καλόγερο. Άφησε τη δερμάτινη ιατρική του τσάντα στο έπιπλο και σκούπισε τα μεταλλικά, στρογγυλά γυαλάκια του από το χιόνι.

Μια παιδική φωνούλα ακούστηκε από το σαλόνι και ένα κοριτσάκι επτά ετών, με μακριές καστανές μπούκλες που ανέμιζαν πέρα δώθε, εμφανίσθηκε τρέχοντας. «Μπαμπάαααακα μου ήρθες επιτέλους». Η μικρή Ιρένα αγκάλιασε το πόδι του πατέρα της. «Έλα να φάμε, το τραπέζι είναι στρωμένο». Η κούραση λες και εξαφανίσθηκε ως δια μαγείας από το πρόσωπο του γιατρού Στάνισλαβ Κρζιζανκόφσκι και ακολούθησε χαμογελώντας την κορούλα του που τον τραβούσε από το χέρι και τον οδηγούσε στην τραπεζαρία.

«Κουράζεσαι πολύ Στάνι, δεν γίνεται να συνεχιστεί αυτό. Θα καταρρεύσεις». Η Γιανίνα Κρζιζανκόφσκα άφησε το μαχαίρι που έκοβε το ψητό στο πιάτο της και με το δεξί της χέρι χάιδεψε τρυφερά τον καρπό του συζύγου της. «Και τι να κάνω Γιανίνα; Να αφήσω όλους αυτούς τους φτωχούς δυστυχισμένους ανθρώπους να πεθάνουν αβοήθητοι; Δεν έχουν να φάνε, δεν έχουν ρούχα για το κρύο και ο τύφος τους θερίζει. Πώς θα μπορώ να κοιμάμαι τα βράδια;».

Η Ιρένα, το κοριτσάκι με τις καστανές μπούκλες και το όμορφο προσωπάκι, αν και δεν καταλάβαινε πολλά από τη δουλειά του πατέρα της, εκείνη τη στιγμή ένιωσε υπερήφανη για τον 42χρονο άνδρα που καθόταν απέναντί της. Μετά το δείπνο έπεσε για ύπνο ευτυχισμένη, και όταν ο Στάνισλαβ τη σκέπασε και τη φίλησε τρυφερά για να της πει καληνύχτα εκείνη του ψιθύρισε πως είναι ο καλύτερος πατέρας του κόσμου και πως πάντα μα πάντα θα τον λατρεύει.

Ο γιατρός Στάνισλαβ Κρζιζανκόφσκι, γνωστός επιστήμονας στην ευρύτερη περιοχή της Βαρσοβίας, βοηθούσε πάντα τους φτωχούς. Ποτέ δεν τους έπαιρνε χρήματα. Μάλιστα συχνά πυκνά έβαζε λεφτά από την τσέπη του για να αγοράσουν τα φάρμακά τους. Το έτος 1917 στη μέση του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου ο τύφος θέριζε την κεντρική Ευρώπη. Η Πολωνία είχε αμέτρητα θύματα. Οι Εβραίοι της Βαρσοβίας, που οι περισσότεροι ζούσαν στις συνοικίες τους, δεν σταματούσαν να θάβουν τους νεκρούς τους. Ο γιατρός Κρζιζανκόφσκι, επισκεπτόταν νυχθημερόν εκείνες τις συνοικίες και ανακούφιζε τους ταλαιπωρημένους ανθρώπους. Έκανε ό,τι μπορούσε για να απαλύνει τον πόνο τους.

Ιρένα Ζέντλερ: Ο θάνατος του πατέρα της από τύφο

Μέχρι το πρωινό της 10ης Φεβρουαρίου εκείνου του έτους, οπότε και άφησε την τελευταία του πνοή στο κρεβάτι του, χτυπημένος από τον τύφο. Ήταν 42 ετών. Μάταια η μικρούλα Ιρένα προσπαθούσε να τον ξυπνήσει. Μάταια του χάιδευε το μάγουλο και τον εκλιπαρούσε να σηκωθεί. «Ξύπνα πατερούλη μου, σε παρακαλώ, ξύπνα, εγώ είμαι η πριγκίπισσά σου που σε λατρεύω. Σήκω να πας στη δουλειά σου και δεν με νοιάζει εάν αργήσεις το βράδυ», του έλεγε και τα δάκρυα από τα μεγάλα καστανά της μάτια έσταζαν επάνω στα σκεπάσματα. Η μητέρα της, Γιανίνα, βρήκε τη δύναμη να τραβήξει το κοριτσάκι από το νεκροκρέβατο και να της ψιθυρίσει ότι «ο μπαμπάς έφυγε, αλλά πάντα θα την αγαπάει και θα την προσέχει σε όλη της τη ζωή…».

Η είδηση του θανάτου του γιατρού έπεσε σαν κεραυνός στην εβραϊκή κοινότητα. Η ηγεσία της, σαν ύστατο χρέος προς τον νεκρό, αποφάσισε να αναλάβει και να χρηματοδοτήσει τις σπουδές του μικρού κοριτσιού. Και όταν η Ιρένα μεγάλωσε και ήρθε η ώρα να σπουδάσει μετά το σχολείο, οι Εβραίοι της Βαρσοβίας τη βοήθησαν να πραγματοποιήσει το όνειρό της και να σπουδάσει πολωνική λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο της πόλης.