Κώστας Μακέδος: Ο «Φούσκας» της βιντεοκασέτας που τα παράτησε όλα και αρνείται να λέει πως είναι ηθοποιός

Google news logo Βρείτε μας στο Google News. Πατήστε εδώ!


Κώστας Μακέδος ο Έλληνας ηθοποιός με τις πολλές συμμετοχές σε ταινίες τη δεκαετία του ’80. Στην τηλεόραση συμμετείχε στην πρωινή εκπομπή “Καλημέρα Ελλάδα” με το Γιώργο Παπαδάκη. Ο πιο πρόσφατος ρόλος του ήταν στη σειρά του Mega “Κάτι τρέχει με τους δίπλα”. Σε αυτή υποδυόταν το συνεργάτη του κ. Καλημέρη.

Όταν απομακρύνθηκε από τον χώρο του θεάματος ασχολήθηκε με τα οπτικά διατηρώντας κατάστημα στην Αθήνα.

Παρά τον σωματότυπό του ο Κώστας Μακέδος διέθετε και πολλά κιλά ταλέντου. Έγινε ο πιο αγαπημένος “χοντρός” της δεκαετίας του 1980. Ένας καλοσυνάτος τύπος που το μόνο που ήθελε ήταν να τσιμπολογά κάτι και να κάνει όλη τη χαμαλοδουλειά των δεύτερων ρόλων, κλέβοντας ωστόσο την παράσταση.

Κώστας Μακέδος και η γνωριμία του με το κοινό

Το ελληνικό κοινό τον γνώρισε μέσα από τις ταινίες. Μια εποχή που δεν είχε να δώσει και ότι καλύτερο καλλιτεχνικά. Διότι η ποιότητα ήταν τέτοια που ενώ γνώριζες ότι θα γελάσεις με την καρδιά σου, ένιωθες ωστόσο πάντα πως εκείνος ήταν πολλά περισσότερα από τον «Φούσκα» της βιντεοκασέτας.

Με τη σεμνότητα που διαθέτει έχει πει «αρνούμαι ότι είμαι ηθοποιός, γιατί πιστεύω ακράδαντα σε έναν κανόνα που αφορά τους ηθοποιούς: ηθοποιός είναι αυτός που έχει τη δυνατότητα να ανανεώνει τα χνάρια του στη σκόνη της σκηνής».

Εξηγώντας πως «τα δικά μου χνάρια έχουν σβήσει εδώ και κάποια χρόνια, γύρω στα έξι, λόγω σκηνής. Όσο ήμουν στη σκηνή, έκανα ψυχοθεραπεία. Τώρα δεν μπορώ να είμαι στη σκηνή, συμβιβάστηκα, προσαρμόστηκα».

Η εποχή της βιντεοκασέτας

Ο βίος του Κώστα Μακέδου είναι σαν να αρχίζει από τη δεκαετία του 1980 με τις βιντεοκασέτες της εποχής. Ο Κώστας Μακέδος θα ξεκινήσει την τρομερά παραγωγική κινηματογραφική και τηλεοπτική του καριέρα το 1982. Την εποχή που  ο ελληνικός κινηματογράφος άρχισε να διολισθαίνει στην ευκολία. Λειτουργούσε ως προάγγελος του βίντεο που ερχόταν ολοταχώς. Τον συναντάμε στο καστ φιλμ όπως «Και ο πρώτος ματάκιας» (1982) με τον Ψάλτη, «Κομάντος και μανούλια» (1982) με τον Παπαναστασίου, «Σατανάδες στα σχολεία» (1982) και «Σιδηρά κυρία» (1983) με τη Βλαχοπούλου, αλλά και σε παραγωγές που έπαιρναν πιο σοβαρά τον εαυτό τους, όπως στις «Φυλακές ανηλίκων» (1982) του Ντίμη Δαδήρα και τους «Χούλιγκανς» (1983) του Κώστα Καραγιάννη.

Περισσότερο γνωστός θα γίνει από τις ταινίες «Ο Παπασούζας φαντομάς» (1983) με τον Παπαναστασίου, «Στα σαγόνια της εφορίας» (1983) με τον Ηλιόπουλο, αλλά και στα φιλμ «Αν ήταν το βιολί πουλί» (1984) με τον Μουστάκα, «Εθνική παπάδων» (1984) και το ανεκδιήγητο «Σούπερ Λύκειο Νο 1» (1985)!

Έπαιξε σε σωρεία τέτοιων φιλμ και βιντεοκασετών. Στο ενεργητικό του έχει πλήθος συμμετοχών στα φιλμ της εποχής, από τον «Δυναστεία» (1985) και τον «Ροζ γάτο» (1985) μέχρι τους «Πόντιους» (1985), τη «Γυναικάρα από το Κιλκίς» (1985) και τον «Βαμβακούλο και την γκολάρα του» (1987).

Πουθενά βέβαια δεν θα είχε τέτοια απήχηση όσο στους ανεπανάληπτους -και κινηματογραφικούς- «Κόπανους» (1987) του Γιώργου Κωνσταντίνου, ερμηνεύοντας έναν ρόλο-μούρλια που θα τον ταύτιζε στο φαντασιακό του Έλληνα ως τον καλοκάγαθο και σχετικά αλαφροΐσκιωτο χοντρούλη που γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τα αρπακτικά.

Ο οπτικός Κώστας Μακέδος

Οι προτάσεις σταμάτησαν κι έτσι ο Μακέδος έψαξε για άλλη επαγγελματική διέξοδο. Είχε σπουδάσει εξάλλου οπτικός οπότε αυτή ήταν μια λύση. Άνοιξε λοιπόν ένα κατάστημα οπτικών στην Κυψέλη. Και έτσι αρνείται πια τίτλο του ηθοποιού.

«Έκανα τις βιντεοκασέτες, αλλά όχι μόνο αυτό. Διατηρώ ένα κατάστημα οπτικών στην Κυψέλη και συμβαίνει σχεδόν καθημερινά να με γνωρίζουν πελάτες», είπε σχετικά. «Με ρωτούν αν είμαι ο ηθοποιός Κώστας Μακέδος κι εγώ το αρνούμαι. Αρνούμαι ότι είμαι ηθοποιός γιατί πιστεύω ακράδαντα σε έναν κανόνα που αφορά τους ηθοποιούς: ηθοποιός είναι αυτός που έχει τη δυνατότητα να ανανεώνει τα χνάρια του στη σκόνη της σκηνής».

Αφού λοιπόν είσαι ανενεργός δεν είσαι ηθοποιός, λέει το σύμβολο των ’80s, λέγοντας πως δεν ήταν δική του επιλογή να παραμείνει μακριά από τη λατρεμένη του υποκριτική. «Τι να έκανα; Δεν αρκεί να το θέλω εγώ, πρέπει να το θέλουν και άλλοι, πρέπει να υπακούσεις και σε κάποιους άγραφους νόμους, οι οποίοι είναι και σκληροί και παράλογοι πολλές φορές. Δεν με ήθελαν άλλο οι συνεργάτες σε επίπεδο παραγωγής, δεν τους ενδιέφερα. Πάντα μου έλεγαν ότι είμαι πολύ καλός ηθοποιός, αλλά ‘‘ειδικός’’».