Αλβανός συγγραφέας: «Οι Έλληνες και οι Αλβανοί είναι πρώτα ξαδέρφια»

Google news logo Βρείτε μας στο Google News. Πατήστε εδώ!


Με αφορμή την επανέκδοση του βιβλίου του «Μικρό Ημερολόγιο Συνόρων», ο γνωστός Αλβανός συγγραφέας που πλέον ζει στην Αμερική αφηγείται τη ζωή του στην Ελλάδα και την επί 25 ετών άκαρπη αναζήτηση υπηκοότητας.

«Πέρασα τα σύνορα μιας ξένης χώρας, της Ελλάδας, στις 15/10/1991. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα τα σύνορα μιας άλλης χώρας και η πρώτη φορά επίσης που έβλεπα τα σύνορα της πατρίδας μου: τα έσχατα όρια ενός κόσμου που ίσως μας είχε πετάξει έξω από τον χρόνο, έξω από τον κόσμο. Στην επιχείρηση φυγής νόμιζα πως θα ήμουν μόνος, βρέθηκα όμως να βαδίζω με ένα καραβάνι ανθρώπων» γράφει στο βιβλίο του «Μικρό Ημερολόγιο Συνόρων» ο γνωστός συγγραφέας Γκαζμέντ Καπλάνι.

Ο συγκεκριμένος τίτλος εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 2006 και έχει καταφέρει να γίνει σημείο αναφοράς για κάποια από τα πιο καυτά θέματα των ημερών, όπως τα σύνορα και η μετανάστευση. Αυτές τις μέρες επανακυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκεντρο, αφού παραμένει ένα από τα πιο επίκαιρα βιβλία της εποχής μας.

Ο Γκαζμέντ Καπλάνι γεννήθηκε το 1967 στην αλβανική πόλη Λούσνια. Όταν ήρθε στην Ελλάδα έκανε όλες τις δουλειές που κάνει κάθε μετανάστης για να επιβιώσει: οικοδόμος, λαντζιέρης, περιπτεράς. Ταυτόχρονα, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έγινε διδάκτορας Ιστορίας και Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί ήδη στα αγγλικά, στα πολωνικά, στα δανέζικα και στα γαλλικά. Σήμερα ζει στη Βοστώνη, έπειτα από υποτροφία που του απονεμήθηκε από το Radcliffe Institute for Advanced Study του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ.

Στη συνέντευξη που ακολουθεί μιλά για πρώτη φορά για την άρνηση του ελληνικού κράτους να του χορηγήσει υπηκοότητα και αποκαλύπτει αποκλειστικά στη LiFO όλο το παρασκήνιο. Επίσης, θυμάται τα παιδικά του χρόνια στην Αλβανία του κομμουνισμού, σχολιάζει τις εθνικιστικές εντάσεις στα Βαλκάνια, απαντά στο ερώτημα τι κερδίζει και τι χάνει ένας άνθρωπος χωρίς μόνιμη πατρίδα αλλά και για το τι του δίνει σήμερα ελπίδα.

— Σε τι περιβάλλον μεγαλώσατε και τι θυμάστε από τα παιδικά σας χρόνια;

Δυστυχώς, ανήκω σε αυτούς που γεννήθηκαν με την πλάτη στον τοίχο. Υπάρχει μια φωτογραφία απ’ όταν είμαι ενός έτους: είμαι σ’ ένα παράθυρο, στο φως, και με κρατάει η μητέρα μου στα χέρια της. Το παράθυρο είναι σε μια καλύβα, απ’ αυτές όπου εξόριζε και τιμωρούσε το κομμουνιστικό καθεστώς τους «εσωτερικούς εχθρούς».

Εκεί είχε εξοριστεί η κάποτε πλούσια οικογένεια του πατέρα μου. Τους έδιωξαν οι κομμουνιστές μόλις ανέλαβαν την εξουσία, νύχτα, από το μεγάλο σπίτι τους στο χωριό. Δεν τους άφησαν να πάρουν ούτε τις οικογενειακές φωτογραφίες.

Τον παππού μου τον έβαλαν φυλακή. Όταν βγήκε είχε χάσει τα λογικά του από τα βασανιστήρια. Δεν συνήλθε ποτέ. Σ’ εκείνη την καλύβα γεννήθηκα και μεγάλωσα, λοιπόν, έως τα πέντε μου. Περιέργως, αυτά τα χρόνια τα θυμάμαι ως πολύ ευτυχισμένα.

Η γιαγιά μου ήταν μια πολύ σπουδαία γυναίκα, έκανε το παν για να ομορφαίνει εκείνη την κόλαση. Φύτευε λουλούδια γύρω γύρω, μαγείρευε υπέροχα έστω και τα ελάχιστα που είχε, έλεγε όλη την ώρα ανέκδοτα.

Το σόι του πατέρα μου είναι πολύ μεγάλο. Οι θείες μου είναι από τις πιο όμορφες γυναίκες που έχω γνωρίσει. Θυμάμαι, όταν ήμουν μικρός, μαζευόταν όλο το σόι στην καλύβα. Θυμόντουσαν το παρελθόν, όταν ήταν πλούσιοι. Έλεγαν «η ζωή τότε…». Νομίζω ότι το πάθος να αφηγούμαι ιστορίες μού δημιουργήθηκε εκείνα τα χρόνια.

Όταν έγινα πέντε χρονών, ο πατέρας μου κατάφερε να πάρει ένα σπίτι, μια μικρή μονοκατοικία γεμάτη υγρασία. Εμείς οι τρεις, ο πατέρας μου, εγώ και η μητέρα μου, φύγαμε από την καλύβα. Ήταν σαν παλάτι, γιατί τελικά ήμασταν μόνοι και είχαμε τρεχούμενο νερό. Το σπίτι ήταν σε μια πολύ φτωχή γειτονιά της γενέτειράς μου, της Λούσνια, δίπλα στο γήπεδο της πόλης.

Ο πατέρας μου, φανατικός φίλαθλος, με έπαιρνε παντού ως παιδί και βλέπαμε αγώνες. Μεγάλωσα ανάμεσα σε φιλάθλους που ακολουθούσαν την ομάδα της πόλης όπου πήγαινε. Στα μάτια μου τότε φάνταζαν σαν φοβεροί μποέμ τύποι.

Έπειτα, συνέβη το εξής στη γειτονιά: όταν έπαιζα με τα παιδάκια άκουγα ξαφνικά λέξεις που δεν ήταν αλβανικές. Βλάχικα, ελληνικά, ρομά ειδικά. Τα ρομά με είχαν γοητεύσει. Σαν να τραγουδούσαν τα παιδιά όταν τα μιλούσαν. Οι πατέρας μου δεν ήξερε ξένες γλώσσες, η μητέρα μου καταλάβαινε ρωσικά και ιταλικά. Αυτές οι ξένες λέξεις, λοιπόν, εμένα με έκαναν να νιώθω μειονεκτικά και να φθονώ τα παιδιά.

Ήθελα κι εγώ να ξέρω ξένες λέξεις, να μοιάζω ξεχωριστός σαν τα παιδιά που τις χρησιμοποιούσαν. Γι’ αυτό ρώτησα τους γονείς μου τι είναι αυτά τα παιδιά. Μου απάντησαν: «Είναι σαν κι εμάς, αλλά ξέρουν κι άλλες γλώσσες εκτός από τα αλβανικά».

Αυτό που μου έχει κάνει τρομερή εντύπωση τώρα που το σκέφτομαι είναι ότι, παρά το παρανοϊκό κλίμα που υπήρχε στην Αλβανία επί κομμουνισμού, κανένας δεν ενοχλούνταν από τις ξένες λέξεις.

Όσο για μένα, από τότε ήθελα, όταν μεγαλώσω, να ξέρω πολλές ξένες λέξεις για να ξεχωρίζω, για να εντυπωσιάζω. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον μεγάλωσα.

— Γιατί εκδόθηκε πάλι το «Μικρό Ημερολόγιο Συνόρων»;

Γιατί είχε εξαντληθεί και μου έγραφαν συνέχεια άγνωστοι άνθρωποι ότι το ψάχνουν και δεν το βρίσκουν. Επιπλέον, είναι ένα βιβλίο που ακόμα πωλείται, βραβεύεται στην Ιταλία, στην Αμερική, συνεχίζεται να μεταφράζεται σε άλλες γλώσσες. Του χρόνου θα εκδοθεί στα γερμανικά.

Μου φαινόταν παράλογο να μην υπάρχει στα ελληνικά, στη γλώσσα όπου γράφτηκε. Είναι ένα ιδιαίτερο βιβλίο για μένα, το πρώτο, εκείνο που με έχρισε συγγραφέα. Ευτυχώς, βρέθηκε ένας υπέροχος άνθρωπος και εκδότης, ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος, από τις εκδόσεις Επίκεντρο και αποφασίσαμε να εκδώσουμε όλα μαζί τα βιβλία μου.

Σε λίγες εβδομάδες κυκλοφορεί και το καινούργιο μου μυθιστόρημα «Λάθος Χώρα», από τις ίδιες εκδόσεις.

— Σε κάποιον που ακούει για την Αλβανία του Χότζα εσείς τι θα απαντούσατε;

Θα του έλεγα να ακούσει πρώτα. Ήταν ένα απίστευτα βίαιο, παρανοϊκό, πρωτόγονο καθεστώς. Για τους Αλβανούς ήταν μια ανείπωτη συμφορά. Έκανε τρομερή ζημιά στην κουλτούρα τους. Δεν ήταν υλική η ζημιά – γιατί οι Αλβανοί φτωχοί ήταν και φτωχοί είναι. Ήταν η βία ενάντια στην ελεύθερη σκέψη, η απόλυτη ηθική αποσάθρωση της κοινωνίας, η παράνοια ως καθημερινός τρόπος ζωής και σκέψης.

Ταπείνωσε και τσαλάκωσε έναν λαό τόσο περήφανο όπως οι Αλβανοί. Έναν λαό της διασποράς, που πάντα ταξίδευε, τον έκλεισε σε κλουβί και τα κλειδιά τα κρατούσαν μαζικοί δολοφόνοι και σαδιστές. Οι τυραννίες είναι σαν τις ατομικές βόμβες. Οι συνέπειές τους είναι ακόμα πιο τρομερές από την ίδια την καταστροφή που προκαλούν.

— Η ιδέα της φυγής στην Ελλάδα πότε έγινε πράξη και γιατί;

Ανήκω σε μια γενιά Αλβανών, την τρίτη, που μεγάλωσε σε μια παρανοϊκά απομονωμένη μικρή χώρα. Η διαφορά μας με τις άλλες γενιές ήταν ότι εμείς μεγαλώσαμε με ραδιόφωνο και τηλεόραση και μαθαίναμε ξένες γλώσσες. Όσο και να προσπαθούσε το καθεστώς να ελέγχει τα πάντα, δεν μπορούσε. Πιάναμε εικόνες από τον έξω κόσμο.

Η γενιά μας ειδικά ένιωσε την απομόνωση σαν ζουρλομανδία. Γίναμε η γενιά της φυγής. «Φεύγω» δεν σήμαινε για μας απλώς «μεταναστεύω» αλλά ενώνομαι με τον υπόλοιπο κόσμο, επιστρέφω στην κανονικότητα του ελεύθερου ανθρώπου.

Εξού και αυτές οι εμβληματικές εικόνες των Αλβανών που φεύγουν με του που ανοίγουν τα σύνορα. Το ίδιο συνέβη και στην ανατολική Ευρώπη, αλλά σε μικρότερο βαθμό, επειδή εκείνοι ήταν κάπως λιγότερο απομονωμένοι από εμάς.

Όσον αφορά εμένα, όπως πολλοί της γενιάς μου, ήθελα να περάσω τα σύνορα, αλλά για να πάω σε χώρες των οποίων τις γλώσσες γνώριζα: Ιταλία, Γαλλία, Αγγλία ή Αμερική. Η Ελλάδα δεν υπήρχε στον φανταστικό μου χάρτη.

Εγώ σπούδαζα Βιοχημεία στο Πανεπιστήμιο της Σκόδρα, στη βόρεια Αλβανία, όταν άρχισε να διαμορφώνεται ένα σοβαρό αντικαθεστωτικό κίνημα στην Αλβανία, ειδικά μετά την πτώση του Τείχους.

Έγινα μέρος αυτού του κινήματος σε τέτοιο σημείο που σε μια βίαιη σύγκρουση με την αστυνομία στη Λούσνια βρέθηκα, χωρίς να το καταλάβω, ηγέτης του πλήθους. Μιλάμε για πολύ αγριεμένο πλήθος που, αφού δερνόταν επί ώρες με τα αλβανικά ΜΑΤ και τα νίκησε, όρμησε για να κάψει όλα τα κρατικά κτίρια της πόλης.

Τότε αποφάσισα να απευθυνθώ στο πλήθος, έβγαλα λόγο δηλαδή. Δεν θυμάμαι τι είπα ακριβώς, γιατί έτρεμαν τα πόδια μου από το τρακ. Θυμάμαι την ουσία, ότι εμείς δεν είμαστε βίαιοι σαν τους εχθρούς μας, ότι αυτά τα κτίρια τα έχουν χτίσει με τον ιδρώτα τους οι πολιτικοί κρατούμενοι. Και αυτό είναι αλήθεια.

Μετά την ομιλία φοβόμουν πολύ μη μου ορμήξουν και με κάνουν λιώμα, γιατί ο όχλος είναι πάντα παράλογος. Αντ’ αυτού, άρχισαν να με επευφημούν. Έτσι, έγινα ήρωας για μισή ώρα. Όταν συνήλθα κάπως, με πήραν οι φίλοι μου και με φυγάδευσαν. Μου είπαν ότι έπρεπε να κρυφτώ αμέσως γιατί με έψαχνε η μυστική αστυνομία, η Σιγκουρίμι.

Πρέπει να καταλάβετε ότι εκείνες ήταν στιγμές μεγάλου χάους. Το καθεστώς κατέρρεε. Οι μισοί ασφαλίτες δεν εκτελούσαν πια διαταγές και οι άλλοι μισοί ήθελαν αίμα για εκδίκηση. Τα δικαστήρια δεν λειτουργούσαν πια. Εάν έπεφτα στα χέρια των ασφαλιτών, ήμουν τελειωμένος.

Μετά από δέκα μέρες που κρυβόμουν από σπίτι σε σπίτι μού είπαν οι φίλοι μου ότι είχαν βρει ένα φορτηγό με δικούς μας ανθρώπους, αντικαθεστωτικούς, που πηγαίνουν κοντά στα ελληνικά σύνορα, για να μεταφέρουν πορτοκάλια ή κάτι τέτοιο, δεν θυμάμαι καλά. Οι φίλοι μου είχαν ακούσει ότι είχαν ανοίξει τα σύνορα με την Ελλάδα. «Πέρνα τα σύνορα», μου λένε, «και μετά συνέχισε για Ιταλία ή όπου αλλού θέλεις. Αρκεί να ξεφύγεις από τον κίνδυνο εδώ».

Τα μεσάνυχτα ήρθε το φορτηγό και κρύφτηκα ανάμεσα στα κασόνια. Όλη τη νύχτα στο ταξίδι φοβόμουν μη με παραδώσουν οι οδηγοί στους ασφαλίτες… Από κει και πέρα, τα υπόλοιπα συνέβησαν όπως τα περιγράφω στο «Μικρό Ημερολόγιο Συνόρων».

Τον Ιανουάριο του 1991 πέρασα τα ελληνικά σύνορα. Στην Ελλάδα πίστευα ότι θα μείνω 23 μέρες το πολύ. Έμεινα 23 χρόνια τελικά. Η ζωή δεν υπακούει ποτέ στα σχέδια, γι’αυτό είναι απρόβλεπτη και συναρπαστική.

— Με τι τρόπους καταφέρατε να ζήσετε τα πιο δημιουργικά χρόνια της ζωής σας στην Ελλάδα;

Στην αρχή, με χαοτικό τρόπο και φοβερή δίψα για τα πάντα, για γνώση, για διάβασμα, για έρωτα, για φιλίες, για δουλειά, για ταξίδια, για να μάθω τη γλώσσα, για να γνωρίσω τη χώρα. Να σας πω ότι στην Ελλάδα ήμουν παράνομος και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Κι εγώ ήθελα να σπουδάσω.

Αλλά μου είπαν ότι αν δεν έχω βίζα δεν μπορώ να σπουδάσω. Γι’ αυτό τον Ιούνιο του 1991 επέστρεψα στην Αλβανία και με τεράστιες δυσκολίες πήρα μια «σπουδαστική βίζα». Μετά γράφτηκα στη Φιλοσοφική. Ήταν υπέροχα χρόνια, πράγματι. Τόσο υπέροχα που δεν με ενοχλούσε το ελληνικό μπάχαλο.

Έτσι κι αλλιώς η Ελλάδα τότε βρισκόταν στο καλύτερο σημείο της σύγχρονης Ιστορίας της. Ουσιαστικά, αν έμεινα στην Ελλάδα αυτό οφείλεται στις γυναίκες που ερωτεύτηκα. Οφείλεται επίσης στο γεγονός ότι ξεχάστηκα ζώντας με πάθος και φοβερή άγνοια κινδύνου κάθε στιγμή της ζωής μου.

Το αν βίωσα ή δεν βίωσα τον ρατσισμό αφορά μόνο εμένα. Το γιατί δεν έχω πάρει την ελληνική υπηκοότητα μετά από 25 χρόνια νόμιμης ζωής και εργασίας και δημιουργίας, πληρώνοντας φόρους και παράβολα, αυτό, νομίζω, δεν αφορά μόνο εμένα αλλά όλους όσοι θέλουν ακόμα να λέγονται πολίτες αυτής της χώρας.

— Βιώσατε ρατσισμό; Γιατί δεν έχετε λάβει ακόμη υπηκοότητα;

Το αν βίωσα ή δεν βίωσα τον ρατσισμό αφορά μόνο εμένα. Το γιατί δεν έχω πάρει την ελληνική υπηκοότητα μετά από 25 χρόνια νόμιμης ζωής και εργασίας και δημιουργίας, πληρώνοντας φόρους και παράβολα, αυτό, νομίζω, δεν αφορά μόνο εμένα αλλά όλους όσοι θέλουν ακόμα να λέγονται πολίτες αυτής της χώρας.

Κάποια στιγμή, ως Αμερικανός πολίτης μάλλον, θα επιστρέψω στην Ελλάδα για να γράψω ένα μυθιστόρημα με τον τίτλο «Υπηκοότητα».

Έχω έτοιμο τον «οδικό χάρτη» του μυθιστορήματος. Θα ξεκινήσω με το έτος 2003. Απρίλιος μήνας, 13 χρόνια νόμιμης παραμονής στην Ελλάδα, αρθρογραφούσα πλέον στα ΝΕΑ. Στις 5 το πρωί με συλλαμβάνουν στο σπίτι μου. Δύο αστυνομικοί με πολιτικά, χωρίς ένταλμα σύλληψης. Τους θυμάμαι, ένας νεαρός κι ένας μεσήλικας, έμοιαζαν πιο πολύ με αγουροξυπνημένους γαλατάδες. Δεν μου έβαλαν χειροπέδες και γι’ αυτό νιώθω κάποια ευγνωμοσύνη.

«Γιατί με συλλαμβάνετε;» τους ρωτάω. «Δεν ξέρουμε» μου λένε. «Έχετε ένταλμα σύλληψης;» τους ρωτάω. «Όχι», μου λένε, «θα το μάθεις στη ΓΑΔΑ». «Μπορώ να πιω έναν καφέ τουλάχιστον;» τους ρωτάω. «Όχι» μου απαντούν. Ένιωσα τότε σαν τον κύριο Κ. στη «Δίκη» του Κάφκα.

Ήμουν κάπως προετοιμασμένος επειδή πριν με συλλάβουν οι μπάτσοι που δεν ήξεραν γιατί με συλλαμβάνουν είχε συμβεί κάτι άλλο: η αστυνομία, που τότε έδινε τις άδειες παραμονής, αρνήθηκε να ανανεώσει την άδεια παραμονής μου.

Επειδή, όπως έλεγαν, «είμαι επικίνδυνος για την εθνική ασφάλεια της Ελλάδας». «Τι έχω κάνει;» ρωτούσα. «Είναι απόρρητο» απαντούσαν. «Πρέπει να φύγεις από την Ελλάδα, τελεία και παύλα». Αφού ήμουν ήδη γνωστός ως δημοσιογράφος στα ΝΕΑ, κατάφερα μετά πολλών δυσκολιών να δω τον Ευσταθιάδη, που ήταν γενικός γραμματέας του υπουργείου Δημόσιας Τάξης.

Κι αυτός με αγουροξυπνημένο γαλατά έμοιαζε. Μου λέει: «Κάποιο λάθος πρέπει να έχει γίνει». Δύο μέρες μετά τη συνάντηση με συλλαμβάνει η αστυνομία με σκοπό να με απελάσουν άρον-άρον. Με συνέλαβαν Κυριακή, που ήταν όλα νεκρά. «Καλύτερη» μέρα για να καταστρέψεις έναν άνθρωπο στην Ελλάδα από την Κυριακή δεν υπάρχει.

Εάν δεν ήταν ο Άλκης Ρήγος στο Πάντειο (ο επιβλέπων καθηγητής του διδακτορικού μου), ο Νίκος Μπίστης και ο Παντελής Καψής στα ΝΕΑ (τους οποίους ειδοποίησε η κοπέλα μου, στην οποία ευτυχώς κατάφερα να στείλω ένα σύντομο μήνυμα με το κινητό: «Με έχει συλλάβει η αστυνομία») να στριμώξουν τον Χρυσοχοΐδη που ήταν υπουργός τότε, δεν ξέρω πού θα βρισκόμουν τώρα.

Τότε που το υπουργείο μού έλεγε ότι είμαι «επικίνδυνος για την εθνική ασφάλεια», αλλά δεν έλεγε γιατί, είχε προσπαθήσει να με βοηθήσει έμπρακτα ο Τάσος Τέλλογλου, πολύ καλός φίλος και συνάδελφος. Προσπάθησε να μάθει τουλάχιστον γιατί συνέβαινε αυτός ο παραλογισμός.

Ο Χρυσοχοΐδης, που είχε δει ήδη τον φάκελό μου, είπε στον Τέλλογλου, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι έπρεπε να με ξεκάνουν για το καλό των «εθνικών συμφερόντων». Όταν θα γράψω, λοιπόν, το «Υπηκοότητα», θέλω να βρω τον Χρυσοχοΐδη, να πιούμε ένα καπουτσίνο μαζί και να τον ρωτήσω: ποια ήταν αυτά τα «εθνικά συμφέροντα» τα οποία εγώ απειλούσα με τα άρθρα και τα βιβλία μου;

Πάντως, όταν ο Χρυσοχοΐδης βρέθηκε υπό δημόσια πίεση επειδή την υπόθεση ανέλαβε αμέσως η Διεθνής Αμνηστία και το Human Rights Watch άλλαξε ρότα και έλεγε δεξιά κι αριστερά ότι ο φάκελος έγραφε απίστευτες αρλούμπες για μένα.

Για μένα, όμως, έχει πολύ μεγάλη σημασία να ξέρω τι λένε αυτές οι «αρλούμπες», γιατί με αυτές προσπάθησαν να καταστρέψουν τη ζωή μου.

Τέλος πάντων, αφού το θέμα πήρε διεθνείς διαστάσεις, η αστυνομία δεν μπορούσε πια να οχυρωθεί πίσω από το «απόρρητο». Και έγινε το εξής απίστευτο: η αστυνομία είπε ότι όλο αυτό είχε συμβεί επειδή δεν είχα πληρώσει ένα πρόστιμο για το μηχανάκι (είχα περάσει με κόκκινο φανάρι) 12 χρόνια πριν από τη σύλληψη!

«Δεν έχω λάβει ποτέ ειδοποίηση για τέτοιο πρόστιμο» τους λέω. «Έχεις αλλάξει διεύθυνση» μου απαντούν. «Εσείς όμως έχετε τη διεύθυνσή μου» τους λέω. Σιωπή! Περιττό να σου πω ότι για να μη με απελάσουν, αφού με μεταχειρίστηκαν ως κανονικό εγκληματία στη ΓΑΔΑ, χρειάστηκε να πληρώσω 1.500 ευρώ για το πρόστιμο-φάντασμα. Δεν μου έδωσαν καν απόδειξη.

Κι όμως, παρ’ όλο τον ντόρο, δεν ανανέωναν την άδεια παραμονής μου για μήνες. Ήθελαν να είμαι σαν ένα κουφάρι, χωρίς άδεια παραμονής, χωρίς δυνατότητα να εργαστώ ή να ταξιδέψω, ούτε νόμιμος ούτε παράνομος, να με συλλάβουν οπότε θέλουν και να με κάνουν ό,τι θέλουν.

Μόνο όταν η Διεθνής Αμνηστία αποφάσισε να στείλει το θέμα στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ για να αποφύγουν το διεθνές ρεζιλίκι ανανέωσαν με βαριά καρδιά την άδεια παραμονής μου. Οι ΚΥΠατζήδες όμως συνέχισαν να με ενοχλούν με όλους τους τρόπους, μέχρι την ημέρα που έφυγα για την Αμερική.

Βέβαια, δεν ενοχλούσαν και εκβίαζαν μόνο εμένα αλλά ακόμα και διοργανωτές εκδηλώσεων όπου ήμουν ομιλητής, στον Βόλο, στην Ηγουμενίτσα, στην Αθήνα, παντού, όπου και όπως μπορούσαν. Ειλικρινά, δεν κατάλαβα ποτέ από πού προερχόταν όλη αυτή η παράνοια. Θα ήθελα πάρα πολύ να μιλήσω με κάποιον από τους ΚΥΠατζήδες που είχαν αναλάβει την καταστροφή μου. Θέλω να δω πώς είναι, τι τρώει, πώς ζει. Έχω μεγάλη περιέργεια.

Όταν θα γράψω, λοιπόν, το «Υπηκοότητα», θέλω να βρω τον Χρυσοχοΐδη, να πιούμε ένα καπουτσίνο μαζί και να τον ρωτήσω: ποια ήταν αυτά τα «εθνικά συμφέροντα» τα οποία εγώ απειλούσα με τα άρθρα και τα βιβλία μου; Θέλω, επίσης, να τον ρωτήσω τι είχαν γράψει οι ασφαλίτες στον φάκελό μου και το κρατούσαν τόσο απόρρητο. Μακάρι να βρει κανείς τον φάκελο και να τον δημοσιεύσει.

Εν τω μεταξύ, αυτοί εκβιάζουν, αλλά εγώ συνεχίζω και γράφω στα ΝΕΑ, εκδίδω βιβλία, γίνομαι ακόμα πιο γνωστός στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, χωρίς υπηκοότητα όμως. Μια σχιζοφρενική κατάσταση. Μια μέρα με καλεί ο Κάρολος Παπούλιας, Πρόεδρος της Δημοκρατίας τότε. Είχε διαβάσει το «Μικρό Ημερολόγιο Συνόρων». Ένας πολύ γλυκός άνθρωπος.

Πήγα στο Προεδρικό Μέγαρο, μιλήσαμε και ανάμεσα στα άλλα του είπα: «Κύριε Πρόεδρε, ξέρετε, τα βιβλία μου μεταφράζονται σε άλλες γλώσσες τώρα. Ταξιδεύω στο εξωτερικό επειδή με καλούν για παρουσιάσεις. Όταν μαθαίνει το κοινό ότι δεν έχω ελληνική υπηκοότητα γελά. Δεν γελάνε μ’ εμένα, γελούν με το ελληνικό κράτος… Ειδικά όταν συναντώ συγγραφείς σαν κι εμένα σε άλλες χώρες. Δεν το χωρά το μυαλό τους ότι αντιμετωπίζω τέτοιο πρόβλημα».

Ο Παπούλιας το πήρε κατάκαρδα. Είπε στον διευθυντή του γραφείου του, τον Κωνσταντίνο Μπίκα, να ασχοληθεί με το θέμα άμεσα. «Θα το λύσουμε» μου είπε εκείνος. «Θα πάρω τηλέφωνο τον Προκόπη (σ.σ. Παυλόπουλο) που είναι υπουργός».

Φαίνεται ότι τον πήρε και ξαφνικά ο κ. Μπίκας, από κει που μου έστελνε mail τρεις φορές την ημέρα, εξαφανίστηκε από προσώπου Γης. Δεν απαντούσε ούτε στο τηλέφωνο ούτε στο mail. Φανταστείτε τον εαυτό σας στη θέση μου. Φθάνεις σε ένα σημείο που αναρωτιέσαι αν αυτό που ζεις συμβαίνει στ’ αλήθεια. Είναι πέρα για πέρα καφκικό. Χρειάζεσαι ψυχίατρο για να αντέξεις.

Ευτυχώς, ο ψυχίατρός μου είναι το γράψιμο. Θα ήθελα πάρα πολύ, όταν γράψω το μυθιστόρημα, να μιλήσω στον κ. Μπίκα. Να τον ρωτήσω «τι σου είπε ο Προκόπης και εξαφανίστηκες έτσι;». Ούτε από τον κ. Παπούλια είχα νέα πια, προφανώς.

Μερικούς μήνες μετά την «εξαφάνιση» του κ. Μπίκα με παίρνουν τηλέφωνο από το γραφείο του Γιώργου Παπανδρέου. «Σε εκτιμούμε πολύ», μο