Επιμέλεια συνέντευξης Δήμητρα Τσιαούση
Η ηθοποιός Μαριτίνα Κουτσοχιώνη συμμετέχει στην παράσταση «Γένεσις 2» του Ιβάν Βιριπάεφ που επαναλαμβάνεται για 2η χρονιά επί σκηνής ΠΛΥΦΑ. Η ίδια μιλά για την θεατρική ομάδα και δηλώνει «Η αναζήτηση του νοήματος του έργου, συνέπεσε με την δική μας καλλιτεχνική ανησυχία». Έργο αφηγηματικό, βαθιά φιλοσοφικό που σατιρίζει την πραγματικότητα. Πέρα από το κείμενο, σκηνοθετικά παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς πέντε ηθοποιοί εναλλάσσονται στους ρόλους του έργου, αλλάζοντας χαρακτήρες σε κάθε παράσταση.
Η παράσταση θα μπορούσε να είναι η επικοινωνία μας με τον Θεό, όπως την βιώνει ο καθένας μας;
Η παράσταση «Γένεσις Νο2» του Ιβάν Βιριπάεφ μιλάει για την «τραγωδία του νοήματος». Το έργο σε καλεί , να «ανοίξεις» τις αισθήσεις σου και να αναζητήσεις το νόημα της ύπαρξης. Να αναρωτηθείς για το «αν υπάρχει και κάτι ακόμα, κάτι άλλο πέρα από αυτά που βλέπουμε» ή «αν δεν υπάρχει τίποτα». O ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει κάποια στιγμή στο κείμενο ότι «καλύτερα ο καθένας να συμπάσχει με αυτό που συμβαίνει μέσα του», παροτρύνοντας μας να στρέψουμε το βλέμμα μέσα μας και να ψάξουμε τους εαυτούς μας και τη σχέση μας με τον Θεό , με ό, τι σημαίνει η λέξη Θεός για τον καθένα και την καθεμία από εμάς .
να στρέψουμε το βλέμμα μέσα μας και να ψάξουμε τους εαυτούς μας και τη σχέση μας με τον Θεό , με ό, τι σημαίνει η λέξη Θεός για τον καθένα και την καθεμία από εμάς
Για ποιους λόγους σας κέντρισε το κείμενο του Ιβάν Βιριπάεφ;
Νομίζω πως όλα τα μέλη της ομάδας, δε θα ξεχάσουμε ποτέ την πρώτη μέρα που έπεσε στα χέρια μας αυτό το κείμενο, στο μπαλκόνι του Τάσου στα Εξάρχεια.
Την περίοδο που μας βρήκε , γιατί αυτό μας βρήκε, μόλις είχαμε αποφοιτήσει από τη σχολή και ψάχναμε, τόσο σαν ομάδα ,αλλά και σαν μονάδες , το προς το που θα κινηθούμε. Η αναζήτηση του νοήματος του έργου, συνέπεσε με την δική μας καλλιτεχνική ανησυχία . Πρόκειται για ένα έργο αφηγηματικό, βαθιά φιλοσοφικό ,το οποίο μέσω των τραγουδιών που παρεμβάλλονται, σατιρίζει την πραγματικότητα. Όλα αυτά μας οδηγήσαν στο να ξεκινήσουμε να το δουλεύουμε.
Η αναζήτηση του νοήματος του έργου, συνέπεσε με την δική μας καλλιτεχνική ανησυχία .
Η σκηνοθεσία της Καλής Βοικλή προσεγγίζει το κείμενο με εκκεντρικότητα;
Η ματιά της Καλής πάνω στο κείμενο έχει για μένα μεγάλη αγάπη και φροντίδα. Η Καλή Βοικλή ακολούθησε μια γραμμή, με απόλυτο σεβασμό στο έργο.
Το αναπάντεχο σε αυτήν την παράσταση είναι ότι οι ηθοποιοί δεν έχουμε συγκεκριμένο ρόλο και κάθε φορά δεν ξέρουμε ποιους ρόλους θα κάνουμε σε κάθε σκηνή. Αυτό είναι κάτι, το οποίο ξεκίνησε από τις πρόβες μας σαν παιχνίδι και η Καλή πρότεινε να το κρατήσουμε και στις παραστάσεις. Με αυτό το τρόπο ενισχύουμε τη φράση του συγγραφέα που λέει πως «βασικό πρόσωπο του έργου είναι το κείμενο» .
Η ματιά της Καλής πάνω στο κείμενο έχει για μένα μεγάλη αγάπη και φροντίδα. Ακολούθησε μια γραμμή, με απόλυτο σεβασμό στο έργο.
Διαβάζουμε ότι πέντε ηθοποιοί εναλλάσσονται στους ρόλους του έργου, αλλάζοντας χαρακτήρες σε κάθε παράσταση, αυθόρμητα, χωρίς να υπάρχει προσυννενόηση για τον ποιον ρόλο θα αναλάβει ο καθένας σε κάθε σκηνή . Πως επιτυγχάνεται αυτό σε μια παράσταση;
Όλοι οι ηθοποιοί ξέρουμε το κείμενο από τη αρχή μέχρι το τέλος. Δουλέψαμε στις πρόβες όλοι, όλους τους ρόλους. Χρειάζεται απόλυτος συντονισμός πάνω στη σκηνή , γιατί ανά πάσα στιγμή ο κάθε ηθοποιός θα πρέπει να αναλάβει ένα συγκεκριμένο ρόλο. Λόγω του ότι συνεργαζόμαστε χρόνια ,έχουμε κοινό κώδικα ,κοινά εργαλεία και εμπιστοσύνη, που είναι και το πιο βασικό. Αυτό μας οδήγησε στο να πάρουμε το ρίσκο και να το κάνουμε παράσταση.
Χρειάζεται απόλυτος συντονισμός πάνω στη σκηνή , γιατί ανά πάσα στιγμή ο κάθε ηθοποιός θα πρέπει να αναλάβει ένα συγκεκριμένο ρόλο
Ο θεατής βγαίνοντας από την παράσταση τι έχει αποκομίσει;
Το έργο σε προκαλεί να έρθεις σε επαφή με αυτό που συμβαίνει μέσα σου ,με αυτό που σου συμβαίνει. Οι θεατές, καθ’ όλη την διάρκεια της παράστασης, παρακολουθούν πέντε ηθοποιούς, οι οποίοι μιλάνε για θέματα νοήματος, ύπαρξης, πίστης, εξουσίας και βίας. Όλα αυτά είναι ζητήματα , τα οποία έχουν την ευκαιρία να σκεφτούν και να αναρωτηθούν γι’ αυτά, γεγονός που στην καθημερινότητα δεν συμβαίνει τόσο εύκολα.
Ποια είναι η θεατρική σας πορεία μέχρι τώρα;
Τελείωσα την Δραματική Σχολή «Αρχή» της Νέλλης Καρρά τον Νοέμβριο του 2021. Με το που τελείωσα, ξεκίνησα να δουλεύω στο ιστορικό «Skrow Theater», το οποίο θεωρώ και την αρχή μου.
Στη συνέχεια, δούλεψα ως ηθοποιός σε παραστάσεις σε σκηνοθεσία των Θοδωρή Γκόνη, Πάρη Μαντόπουλου και στην παιδική παράσταση «Έλλα και Άλλυ», βασισμένη στα παιδικά βιβλία της Ζέτας Δούκα. Συνεργάστηκα, επίσης, με τους Σοφία Πάσχου, Κατερίνα Μαυρογεώργη και Γιώργο Παπαγεωργίου, ως βοηθός σκηνοθέτη.
Αυτήν την περίοδο βρισκόμαστε για δεύτερη χρονιά με την ομάδα στο ΠΛΥΦΑ με την παράσταση «Γένεσις Νο2» του Ιβάν Βιριπάεφ σε σκηνοθεσία Καλής Βοικλή. Παράλληλα, βρίσκομαι στην παράσταση «Κανόνια και Τρομπέτες» του Γιάννη Τσίρου σε σκηνοθεσία Γιώργου Παπαγεωργίου στο Θέατρο Εμπορικόν.
Τέλος, από τον Νοέμβρη ξεκινάει το ταξίδι της η «ΛΕΜόΝΙΚΑ», ένα έργο της ομάδας σε σύλληψη, κείμενο και σκηνοθεσία, με την πολύτιμη βοήθεια της Δήμητρας Σύρου, σε σχολεία της Αττικής.
Ζούμε σε μια εποχή που το ενδιαφέρον είναι στραμμένο στο άτομο, οπότε η συλλογική δουλειά δε μπορεί να είναι άλλο, παρά επαναστατική πράξη
Μιλήστε μας για την νεοσύστατη Ομάδα Θεάτρου ETUTI. Πρέπει να δίνεται «χώρος» σε νέες θεατρικές ομάδες; Τι καινούριο έχουν να δώσουν στο κοινό;
Η ομάδα θεάτρου «ETÚTI» δημιουργήθηκε το 2021 από τους Τάσο Κωλέτση, Διαλεκτή Πουρσανίδου, Βασίλη Σταματάκη, Χαριτίνη Χαριτωνίδου και εμένα. Τελειώνοντας την Δραματική Σχολή «ΑΡΧΗ» της Νέλλης Καρρά, στην οποία ήμασταν συμφοιτητές, μας ένωσε η ανάγκη να πειραματιστούμε και να δοκιμάσουμε πράγματα πάνω στο θέατρο. Θέλαμε να δημιουργήσουμε τον χώρο για να μιλήσουμε για αυτά που μας απασχολούν. Οι «ETÚTI» είναι το στήριγμα μου. Είναι μια βάση σταθερή που με βοηθάει να υπάρχω καλύτερα στον χώρο του θεάτρου. Έως τώρα, κάθε δουλειά που έχουμε κάνει έχει κάτι πειραματικό, είτε πάνω στο κείμενο, είτε στο κομμάτι της σκηνοθεσίας.
Για μένα είναι απαραίτητο να δίνεται χώρος σε νέες θεατρικές ομάδες. Ζούμε σε μια εποχή που το ενδιαφέρον είναι στραμμένο στο άτομο, οπότε η συλλογική δουλειά δε μπορεί να είναι άλλο, παρά επαναστατική πράξη. Είναι σημαντικό να δώσουμε χώρο στις νέες φωνές να ακουστούν, γιατί αυτές βιώνουν άμεσα την σύγχρονη πραγματικότητα. Μέσω της τέχνης, «ανοίγουμε» έναν διάλογο με το κοινό, για το πως υπάρχουμε σε αυτόν τον κόσμο, τι κάνουμε από εδώ και πέρα και τι θέση παίρνουμε σε όσα συμβαίνουν γύρω μας.