

Επιμέλεια συνέντευξης: Τσιαούση Δήμητρα
Ο σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Αβράμης φέρνει στην σκηνή του ΠΛΥΦΑ τις πολιτικές αλληγορικές φάρσες του André Gide «Τέλματα» και «Προμηθέας λυόμενος», μια παράσταση όπου πλέκονται ο μύθος της κοκκινοσκουφίτσας με αυτόν του Προμηθέα. Η συζήτηση μαζί του είναι διαφωτιστική και όπως δηλώνει «στο έργο υπάρχει μία ασφυξία που γεννάει βία, μια βία που κανείς δεν ξέρει προς τα πού να τη διοχετεύσει. Αυτό είναι, για μένα, η πιο εναργής περιγραφή αυτού που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια».
Τι σας οδήγησε στα χνάρια του André Gide «Τέλματα» και «Προμηθέας λυόμενος»;
Ήδη από το 2016 που διάβασα αυτά τα κείμενα για πρώτη φορά, σαγηνεύτηκα. Τα κρατούσα κοντά μου, συχνά ανέφερα το βιβλίο αυτό μεταξύ των πιο πυροδοτικών για εμένα. Την άνοιξη του 2024 αποφάσισα πως έχει έρθει η ώρα να ασχοληθώ με αυτά ― στην αρχή τα ενέταξα στην έρευνά μου, στη συνέχεια παρουσιάσαμε ένα τμήμα τους και το φθινόπωρο φτάσαμε στην «πηγή», στο αρχείο Σεφέρη, στη μετάφραση που ακούγεται στην παράσταση. Υπάρχουν κάποια μοτίβα στα κείμενα αυτά που με συγκινούν πολύ: η συνεχής εμμονή με τον Βιργίλιο, η ιδέα της «πράξης χάρισμα», ο συμβολισμός, η διαρκής ήττα όλων των χαρακτήρων.
Οι αλληγορικές φάρσες του André Gide παρουσιάζουν ημιτελείς χαρακτήρες. Το χαρακτηριστικό του ημιτελούς σχετίζεται με την συνεχή αναζήτηση του «μεσσία»;
Τόσο οι χαρακτήρες στα λογοτεχνικά σαλόνια του Παρισιού όσο και οι χειρωνακτικά εργαζόμενες ασφυκτιούν στο περιβάλλον τους, αλλά εγκαταλείπουν νωρίς κάθε προσπάθεια απόδρασης. Δεν μάχονται αρκετά, υποτάσσονται στις κακουχίες τους και ονειρεύονται μία άκοπη και «από μηχανής» λύση στα προβλήματά τους. Υπό αυτό το πρίσμα, όλες τους οι δράσεις είναι ημιτελείς. Ημιτελή είναι όμως και τα κείμενα του Gide, ημιτελείς είναι και οι μεταφράσεις του Σεφέρη, ημιτελές αφήνει και ο πρωταγωνιστής των Τελμάτων το βιβλίο που γράφει. Αν ο μεσσιανισμός νοηθεί ως λύτρωση στην οποία φτάνουμε μέσω τους δικού μας μόχθου, έχω μία ένσταση: δεν υπάρχει καμία κατάσταση στατικής και αιώνιας λύτρωσης. Αν νοηθεί ως λύτρωση που έρχεται χωρίς τον δικό μας μόχθο, τότε είναι πασιφανές πως αναφερόμαστε στην βυζαντινή/εβραϊκή πλάνη της υπόσχεσης ως δικαιολογία εφησυχασμού και παραίτησης.
Συγκινούμαστε και διαδηλώνουμε μόνο όταν τα θύματα μας μοιάζουν, όταν θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς
Πώς αξιοποιείτε σκηνοθετικά την μορφή της φάρσας;
Όπως και στις προηγούμενες παραστάσεις μας, προσπαθούμε να μην παίρνουμε τον εαυτό μας στα σοβαρά: οι χαρακτήρες αναπτύσσονται με σκωπτική καθαρότητα, οι κινήσεις τους έχουν πυκνωθεί σε συγκεκριμένες χειρονομίες· αξιοποιούμε στοιχεία από το θέατρο σκιών και δεν χάνουμε ευκαιρία να υποσκάπτουμε το υποβλητικό ή το ενδεές με παρεμβολές που λύνουν την ένταση.
Ποια η σύνδεση της παράστασης με το σήμερα;
Κατά τη διαδικασία των προβών, βρήκαμε τους εαυτούς μας στη θέση που βρίσκουν και οι χαρακτήρες του έργου τους δικούς τους: να παλεύουμε να ισορροπήσουμε μεταξύ δουλειάς και τέχνης· να μας φαίνεται ασφυκτικός και ο δρόμος, αλλά και το σπίτι· να ψάχνουμε κάτι που δεν βρίσκουμε και να ποντάρουμε στο ότι θα έρθει από μόνο του. Κι όταν τελικά αυτό έρχεται, δεν μας δίνει την απάντηση που θέλαμε ― μας δίνει εκείνη που χρειαζόμασταν. Στο έργο υπάρχει μία ασφυξία που γεννάει βία, μια βία που κανείς δεν ξέρει προς τα πού να τη διοχετεύσει. Αυτό είναι, για μένα, η πιο εναργής περιγραφή αυτού που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια.
Έχουμε γίνει αηδιαστικά υπάκουοι επειδή απαιτούσε λιγότερο κόπο
Ως λαός, μας έχουν εκπαιδεύσει στην άκριτη υπακοή; Έχουμε σπάσει τα δεσμά;
Δεν είναι θέμα εκπαίδευσης. Είναι θέμα ευκολίας, νωθρότητας, τεμπελιάς. Το νερό βρίσκει πάντα τον πιο άμεσο και εύκολο τρόπο προς τη θάλασσα, τον δρόμο από τον οποίο χρειάζεται να καταβάλλει λιγότερη προσπάθεια. Έχουμε γίνει αηδιαστικά υπάκουοι επειδή απαιτούσε λιγότερο κόπο, επειδή (όπως συμβαίνει πάντα με τον φασισμό) στην αρχή δεν απειλούμασταν εμείς. Οπότε δεν κοπιάσαμε για να υπερασπιστούμε όσους υπέφεραν. Τώρα που ξεχάσαμε πώς να υπερασπιζόμαστε, ήρθε η δική μας σειρά να υποφέρουμε και δεν υπάρχει κανείς πια για να μας υπερασπιστεί. Συγκινούμαστε και διαδηλώνουμε μόνο όταν τα θύματα μας μοιάζουν, όταν θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς. Οπότε ποια δεσμά; Στην παράσταση δεν υπάρχει φυσικό όριο μεταξύ των κόσμων: το τείχος είναι νοητό, κι όμως παραμένει αρραγές. Εφ' όσον δεν προσπαθούμε να αντισταθούμε, τα δεσμά περισσεύουν.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΘΑ ΒΡΕΙΤΕ ΕΔΩ.
