Σωτήρης Μουστάκας: Η ιστορία του μεγάλου κωμικού, που πέθανε σαν σήμερα

Google news logo Βρείτε μας στο Google News. Πατήστε εδώ!



«Παιδί μου, ευχή και κατάρα σ’ αφήνω να γίνει ηθοποιός. Έχεις τόσο ταλέντο που είναι κρίμα να πάει χαμένο. Άκου… λογιστής». Τα λόγια ανήκουν σε έναν καθηγητή της Εμπορικής Ακαδημίας. Απευθύνονταν στον Σωτήρη Μουστάκα, όταν ο τελευταίος έπαιρνε το πτυχίο στα χέρια του. Είχε προηγηθεί η ερώτηση του καθηγητή προς τον Μουστάκα: Τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις; «Λογιστής κύριε καθηγητά», του είχε απαντήσει…

Γέννημα θρέμμα της Κύπρου, ο Σωτήρης Μουστάκας γεννήθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 1940 στο χωριό Κάτω Πλάτρες Λεμεσού και ήταν το τελευταίο παιδί πολυμελούς οικογένειας. Έκανε μουσικές σπουδές (βιολί), αλλά το όνειρό του ήταν να γίνει ηθοποιός. Από το Δημοτικό κιόλας ήταν πρωταγωνιστής στα έργα που ανέβαζε με τους συμμαθητές του. Του άρεσε ο Σέξπιρ, αλλά και ο Τσάρλι Τσάπλιν, που τον είχε δει στο σινεμά.

Το άτυπο ντεμπούτο του στο θεατρικό σανίδι το έκανε στη Λεμεσό. Είχε πάει να δει τον θίασο του Νίκου Σταυρίδη και κάποια στιγμή βρήκε την ευκαιρία να τρυπώσει στα καμαρίνια. Εκεί ζήτησε τη βοήθεια του σπουδαίου κωμικού, όταν θα ερχόταν στην Αθήνα να σπουδάσει θέατρο. Στο διάλειμμα από σκηνής ο Σταυρίδης έλεγε ανέκδοτα στον κόσμο. «Κάποια στιγμή σταμάτησε κι άρχισε να φωνάζει το όνομά μου. Με κάλεσε στη σκηνή. Αυτό ήταν το ντεμπούτο μου» είχε πει.

Σε ηλικία 15 χρονών, συμμετείχε ενεργά στον Απελευθερωτικό Αγώνα της ΕΟΚΑ (1955-1959), ως αγγελιοφόρος διαταγών του αρχηγού της, Διγενή Γρίβα, προς τις διάφορες αντιστασιακές ομάδες. Μοίραζε φυλλάδια κι έγραφε συνθήματα στους τοίχους. Συνελήφθη από τους Άγγλους και φυλακίστηκε για εφτά μήνες. Με πλαστό διαβατήριο ταξίδεψε στην Αθήνα για να σπουδάσει ηθοποιός, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του.

Όταν έφτασε στην Αθήνα, έπιασε δουλειά σ’ ένα εστιατόριο ως σερβιτόρος και παράλληλα έδωσε εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Κόπηκε, αλλά δεν το έβαλε κάτω. Ξαναπροσπάθησε και πέρασε. Εκεί γνώρισε και την ηθοποιό Μαρία Μπονέλου, την οποία παντρεύτηκε το 1973 κι έκαναν μία κόρη, την Αλεξία. Την περίοδο που σπούδαζε στο Εθνικό, πέρασε στο πανεπιστήμιο και συγκεκριμένα στην ΑΣΟΕΕ.

Ως σπουδαστής εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο θεατρικό σανίδι κρατώντας ένα μικρό ρόλο στο έργο «Χαραυγή» του Δημήτρη Μπόγρη (1961) κι ένα χρόνο αργότερα έκανε την πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση με τον θίασο της Κάκιας Αναλυτή και του Κώστα Ρηγόπουλου στο έργο των Βαγγέλη Γκούφα και Βασίλη Ανδρεόπουλου «Μια πόρτα δραχμές πεντακόσιες». Με τον ίδιο θίασο συνεργάστηκε και τον επόμενο χρόνο, ενώ ακολούθησαν συνεργασίες με τους θιάσους Μάρως Κοντού – Γιώργου Πάντζα και Λάμπρου Κωνσταντάρα – Μάρως Κοντού.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 έπαιξε στους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν, ενώ σημαντική θεωρήθηκε η ερμηνεία του στον «Ασυλλόγιστο» του Μολιέρου σε σκηνοθεσία Μιχάλη Μπούχλη. Τη θεατρική σεζόν 1969-1970 συνεργάστηκε με τον θίασο Αλέξη Μινωτή – Κατίνας Παξινού στο θεατρικό του Σον Ο’ Κέιζι «Η Ήρα και το παγόνι». Το 1976 συγκρότησε τον δικό του θίασο και ανέβασε τα έργα «Το κλουβί με τις τρελλές», «Βιολιστής στη στέγη», «Ο καλός στρατιώτης Σβέικ» και «Ο σιγανοπαπαδιάς».

Ηθοποιός με άνεση στον αυτοσχεδιασμό, διακρίθηκε ιδιαίτερα στην επιθεώρηση. Το 1994 τιμήθηκε με το βραβείο επιθεώρησης «Παναθήναια» για την ερμηνεία του στο νούμερο «Άμλετ» και δύο χρόνια η Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων τού απένειμε το βραβείο «Παπαδούκα» για το νούμερο «Οι δύο δουλειές» στην επιθεώρηση «Και Μί-μη χειρότερα».

Στον κινηματογράφο, η καριέρα του ξεκίνησε το 1964 με τον «Ζορμπά» του Μιχάλη Κακογιάννη, όπου υποδύθηκε τον τρελό του χωριού και ολοκληρώθηκε με τον ρόλο του Τιτσιάνο στην ταινία του Γιάννη Σμαραγδή «Ελ Γκρέκο» το 2007. Σταθμός θεωρήθηκε η ερμηνεία του στην ταινία «Ο Νομοταγής Πολίτης», σε σκηνοθεσία Ερρίκου Θαλασσινού και σενάριο Κώστα Μουρσελά. Τη δεκαετία του ’80 πρωταγωνίστησε σε δεκάδες βιντεοταινίες. Το 2002 βραβεύτηκε για το ρόλο τού 98χρονου χάκερ στην τηλεοπτική σειρά του Γιάννη Σμαραγδή «Τα χαϊδεμένα παιδιά», που μεταδόθηκε από την ΕΤ1.

Ο Σωτήρης Μουστάκας πέθανε στις 4 Ιουνίου 2007 σε νοσοκομείο της Αθήνας, σε ηλικία 66 ετών. Λίγες ώρες πριν από το μοιραίο είχε αισθανθεί αδιαθεσία, κατά τη διάρκεια πρόβας του «Πλούτου» του Αριστοφάνη, που θα παρουσίαζε με τους Θύμιο Καρακατσάνη, Γιώργο Κωνσταντίνου και Βάσια Τριφύλλη. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έπασχε από καρκίνο.Η λατρεία του Σωτήρη Μουστάκα στο ψάρεμα και το κυνήγι

Ο Σωτήρης Μουστάκας εκτός από καλός ηθοποιός ήταν και άριστος ψαράς. Είχε ένα μικρό σκάφος και μαζί με τη σύζυγό του Μαρία Μπονέλου, η οποία επίσης αγαπούσε το ψάρεμα, δοκίμαζαν συχνά την τύχη τους. Τις περισσότερες φορές τους συνόδευε η κόρη τους Αλεξία, αλλά και φίλοι όπως ο ηθοποιός Γιάννης Βογιατζής.

Ο Μουστάκας, όταν δεν κατάφερνε να πιάσει ψάρια, θύμωνε και αν οι υπόλοιποι ήταν πιο τυχεροί τα έβαζε μαζί τους. Ο αγαπημένος προορισμός του ηθοποιού ήταν η Τζιά. Ένα βράδυ, όπως αναφέρει η «Μηχανή του Χρόνου», μαζί με τον Βογιατζή, αποφάσισαν να κάνουν ψαροντούφεκο που τότε ήταν παράνομο. Οι ηθοποιοί φοβήθηκαν γιατί αν τους αντιλαμβάνονταν οι ψαράδες της περιοχής μπορεί ακόμα και να τους χτυπούσαν.

Είτε γιατί δεν θα καταλάβαιναν ότι ήταν άνθρωποι λόγω του σκοταδιού είτε για να τους τιμωρήσουν επειδή τους έπαιρναν τη δουλειά. Ο Γιάννης Βογιατζής τότε βρήκε τη λύση. Πήρε τηλέφωνο στο λιμενικό και ειδοποίησε τους υπεύθυνους.«Εμείς το βράδυ θα πάμε για ψαροντούφεκο εγώ και ο Σωτήρης ο Μουστάκας, μην έρθουν τίποτα ψαράδες και μας βαράνε με τα κουπιά. Εμείς ό, τι πιάσουμε θα τους τα δώσουμε. Τι να τα κάνουμε; Για χόμπι το κάνουμε», είπε ο ηθοποιός. Οι δύο φίλοι όχι μόνο δεν λογοδότησαν στις αρχές για την παράνομη πράξη τους, αλλά κατέληξαν να κάνουν ψαροντούφεκο με τη συνοδεία του λιμενικού.

Ο Βογιατζής συνόδευε τον Μουστάκα και στο άλλο αγαπημένο του χόμπι, το κυνήγι, χωρίς όμως να συμμετέχει, καθώς δεν του άρεσε να σκοτώνει με όπλο. Συνήθως πήγαιναν σε περιοχές κοντά στην Αθήνα όπως τα Λεγραινά, όταν τελείωναν τις υποχρεώσεις τους στο θέατρο.

Ο Βογιατζής ήταν ο οδηγός της παρέας και προτιμούσαν το δικό του αυτοκίνητο επειδή ήταν μεγαλύτερο. Πολλές φορές την παρέα συμπλήρωνε ο Λάκης Κομνηνός και στο τέλος έκαναν τον απολογισμό για να δουν ποιος τα είχε καταφέρει καλύτερα.

Όταν οι τρεις φίλοι έλειπαν για ώρες από τα σπίτια τους, οι δικοί τους ήξεραν ότι είχαν πάει για κυνήγι. Εκτός από τη μικρή Αλεξία, που όταν ρωτούσε που πηγαίνει και εκείνος της απαντούσε «για τσίχλες» εννοώντας τα πουλιά, εκείνη νόμιζε πως είχε πεταχτεί μέχρι το περίπτερο!Όταν η Ελένη Γερασιμίδου μίλησε για τον Σωτήρη Μουστάκα

Για τον Σωτήρη Μουστάκα είχε μιλήσει με τα καλύτερα λόγια η φίλη του, Ελένη Γερασιμίδου.

Ήταν ένας μεγάλος ηθοποιός, ένας υπέροχος άνθρωπος, ο οποίος λάτρευε τη γυναίκα του, τη Μαρία Μπονέλου – και δεν γνωρίζω πολλούς άνδρες να αγαπάνε τόσο πολύ τη γυναίκα τους. Ο Σωτήρης Μουστάκας ήταν αληθινός. Ο ίδιος έλεγε τα πάθη του. Είχε πάθος με το καζίνο και το παραδεχόταν. Όπως παραδεχόταν ότι αναγκάστηκε, για βιοποριστικούς λόγους, να κάνει και κάποια πράγματα που δεν θα ήταν μέσα στις επιλογές του, αν οικονομικά ήταν καλύτερα.

Ωστόσο, τα υποστήριζε τόσο στην οθόνη όσο στο σανίδι σαν να του είχε δοθεί ο καλύτερος ρόλος. Η σχέση μου μαζί του ήταν κυρίως τηλεφωνική. Εγώ έτρεχα μετά την παράσταση να πάω στο σπίτι μου και αυτός να πάει στη Μαρία του. Δουλέψαμε μαζί δύο καλοκαίρια και με τον Χάρρυ Κλυνν -να ακόμα ένας άνθρωπος που θαυμάζω και λυπάμαι πολύ γιατί τον χτύπησε άσχημα η μοίρα με τον γιο του-, που δεν θα τα ξεχάσω ποτέ. Μαζί μας ήταν και ακόμη ένας τεράστιος ηθοποιός, ο Γιώργος Κωνσταντίνου.

Τους χάζευα όλους. Οι μετρ της επιθεώρησης! Θυμάμαι, πολλή πλάκα κάναμε και με τη Βάσια Τριφύλλη σ’ αυτές τις δουλειές. Μοναδική ηθοποιός η Βάσια.

Πηγή: www.newsone.gr