Όμικρον: Τα 3 ανησυχητικά συμπτώματα – Απαιτείται άμεσα μοριακό τεστ

Google news logo Βρείτε μας στο Google News. Πατήστε εδώ!


Στα συμπτώματα της covid-19 αναφέρθηκε ο Νικόλαος Σύψας, λέγοντας ότι δεν θα πρέπει να λέμε ότι έχουμε απλό κρυολόγημα, προτείνοντας την διενέργεια αυτοδιαγνωστικού ελέγχου

Για τα συμπτώματα της COVID από την αρχή του πρώτου πανδημικού κύματος μέχρι τώρα και κατά πόσο οι μεταλλάξεις έπαιξαν ρόλο σε αυτό, μίλησε ο καθηγητής Παθολογικής Φυσιολογίας, Νικόλαος Σύψας, στην ενημερωτική εκδήλωση της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ για την πανδημία και τον εμβολιασμό.

Ο καθηγητής τόνισε πως στην αρχή οι ασθενείς με covid ταλαιπωρούνταν κυρίως από πυρετό, ξηρό επίμονο βήχα και σε μικρό βαθμό γαστρεντερικές διαταραχές.

Ωστόσο όπως τόνισε τα πράγματα αλλάξαν όταν ήρθε η παραλλαγή Δέλτα.

«Πλέον κυριαρχούν τα συμπτώματα του κρυολογήματος. Μύτη που τρέχει, πονόλαιμος και πονοκέφαλος είναι τα βασικά συμπτώματα», τόνισε ο κύριος Σύψας.

Ο καθηγητής ανέφερε και τα πρώτα στοιχεία για τα συμπτώματα που εμφανίζει ο ασθενής με την παραλλαγή Όμικρον.

«Ήδη τα στοιχεία των πρώτων εβδομάδων δείχνουν ξανά κοινό κρυολόγημα. Οι ασθενείς ταλαιπωρούνται με πονοκέφαλο, κόπωση και μύτη που τρέχει.

«Σε περίπτωση λοιπόν που αναρωτηθεί κανείς τι έχει, η απάντηση είναι «Δεν γνωρίζω», οπότε η λύση είναι τεστ και κατά προτίμηση μοριακό», τόνισε ο καθηγητής.

Στα παιδιά αναφέρθηκε η Βασιλική Παπαευαγγέλου, καθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας, διευθύντρια της Γ΄ Παιδιατρικής κλινικής στο Αττικό Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο. Μεγάλο ποσοστό παιδιών κάτω των 10 ετών νοσούν ασυμπτωματικά ή με ήπια συμπτώματα που δύσκολα ξεχωρίζουν από ένα κοινό κρυολόγημα. Ακόμα και όταν εμφανίζουν συμπτώματα, έχουν πυρετό, ρινίτιδα, βήχα, πονόλεμο, πονοκέφαλο, μυαλγίες, κόπωση και μπορεί ο πυρετός να απουσιάζει και να εμφανίζουν συμπτώματα από το γαστρεντερικό, διάρροιες και πόνο στην κοιλιά. Ο κορεσμός του οξυγόνου συνήθως είναι φυσιολογικός για τα παιδιά. Τα παιδιά νοσούν ελαφριά και λιγότερο χρειάζονται να νοσηλευθούν, είπε. Στην οξεία φάση μπορεί να παρουσιάσουν υψηλό πυρετό με δύσπνοια και να χρειαστεί εισαγωγή. Σύμφωνα με διεθνή μελέτη, μόλις το 1,2% των παιδιών χρειάστηκε να νοσηλευθούν και μόλις το 6% από αυτά χρειάστηκε εισαγωγή σε ΜΕΘ. Τόνισε ότι αν και τα παιδιά με υποκείμενα νοσήματα έχουν 7 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο νοσηλείας, το 85% των παιδιών που χρειάζονται νοσηλεία είναι υγιή. Άρα, κατέληξε, όλα τα παιδιά είναι ευάλωτα.

Οι ΜΕΘ στην Ελλάδα είχαν διαχρονικά 30-35% θνητότητα. Αυτό, είπε η Αναστασία Κοτανίδου, καθηγήτρια Πνευμονολογίας και Εντατικής Θεραπείας, διευθύντρια της Α ́ Κλινικής Εντατικής Θεραπείας στο Νοσοκομείο Ευαγγελισμός, μάς έφερε σε σχετικά καλή θέση.

Δεν είχαμε ποτέ στην Ελλάδα την πολυτέλεια να αντιμετωπίζουμε περιστατικά μη διασωληνωμένα τα οποία έχουν λιγότερα προβλήματα από τους βαρέως πάσχοντες που νοσηλεύονται στις ΜΕΘ και καταφέραμε στο πρώτο κύμα να «έχουμε εξαιρετικά αποτελέσματα επιβίωσης, τα οποία όμως άρχισαν να επιδεινώνονται», όσο αυξανόταν η πίεση στο σύστημα υγείας. Οι Έλληνες εντατικολόγοι αντιμετωπίζουν την πανδημία με εξαιρετικά καλά αποτελέσματα, παρά την βαριά κλινική εικόνα των ασθενών.

Ο άρρωστος στο σπίτι δεν πρέπει να πάρει φάρμακα, μόνο αντιπυρετικά και καλή ενυδάτωση, είπε η Αντωνία Κουτσούκου, καθηγήτρια Πνευμονολογίας και Εντατικής Θεραπείας, διευθύντρια της Α ́ Πνευμονολογικής Κλινικής στο νοσοκομείο Σωτηρία. Ο ασθενής θα πρέπει να έχει ένα οξύμετρο και θερμόμετρο και να παρακολουθεί την κατάστασή του τρεις φορές την ημέρα. Αν ο κορεσμός παραμένει κάτω από 94 πρέπει να επισκεφτεί νοσοκομείο. Για τις βιταμίνες, είπε ο κ. Σύψας, δεν φαίνεται ότι βοηθούν. Τα νεότερα αντιικά φάρμακα πρέπει να χορηγηθούν 3-5 μέρες από την έναρξη των συμπτωμάτων.

Αυτή τι στιγμή στην Ελλάδα χρησιμοποιούμε έναν αλγόριθμο για νοσηλευόμενους ασθενείς, ο οποίος είναι αναρτημένος στον ΕΟΔΥ, όπου ο κάθε γιατρός μπορεί να τον δει και να τον χρησιμοποιήσει. Μάλιστα, όπως είπε ο κ. Σύψας, θα αναθεωρηθεί σύντομα.

Σχετικά με τα μονοκλωνικά αντισώματα, ο κ. Λουκίδης είπε ότι δεν δίνονται σε νοσηλευόμενους ασθενείς, αλλά τις πρώτες 5 μέρες σε ασθενείς με θετικό PCR. Αυτή τη στιγμή δίνονται σε συγκεκριμένους ασθενείς, αλλά σύντομα τα κριτήρια θα αλλάξουν.