Συγκινήθηκε ο πυροσβέστης που είχε βρει τον ηλικιωμένο.
Στις αγωνιώδεις προσπάθειες να εντοπίσουν τους δικούς τους ανθρώπους που χάθηκαν στην προσπάθεια τους να γλυτώσουν από την πύρινη λαίλαπα στο Μάτι αναφέρονται καταθέτοντας στο δικαστήριο συγγενείς θυμάτων.
Οι φορτισμένες περιγραφές ραγίζουν καρδιές ενώ όλοι οι μάρτυρες σημειώνουν την ανυπαρξία των κρατικών υπηρεσιών τις κρίσιμες στιγμές.
Στις αγωνιώδεις προσπάθειες να εντοπίσουν τους δικούς τους ανθρώπους που χάθηκαν στην προσπάθεια τους να γλυτώσουν από την πύρινη λαίλαπα στο Μάτι αναφέρονται καταθέτοντας στο δικαστήριο συγγενείς θυμάτων.
Οι φορτισμένες περιγραφές ραγίζουν καρδιές ενώ όλοι οι μάρτυρες σημειώνουν την ανυπαρξία των κρατικών υπηρεσιών τις κρίσιμες στιγμές.
Η παρουσία στο δικαστήριο του 92χρονου Χρήστου Πολίτη συγκίνησε καθώς περιέγραψε πως κατάφερε να φύγει από το φλεγόμενο σπίτι του στη Λεωφόρο Μαραθώνος ενώ η 78χρονη τότε σύζυγος του δεν πρόλαβε καθώς παγιδεύτηκε στις φλόγες.
«Δεν κατάφερα να πάω ούτε στην κηδεία της» είπε έντονα φορτισμένος ο μάρτυρας ο οποίος εξήγησε πως νοσηλεύτηκε καθώς είχε υποστεί εκτεταμένα εγκαύματα.
Ο 92χρονος, ο οποίος μπήκε στη δικαστική αίθουσα υποβασταζόμενος, συγκίνησε με τη μαρτυρία του καθώς περιέγραψε τον αγώνα για την επιβίωση που έδωσε περπατώντας για 1,5 χιλιόμετρο ενώ η φωτιά έκαιγε γύρω του προκειμένου να φτάσει στη θάλασσα όπου στη συνέχεια τον βοήθησε , όπως είπε, ένας πυροσβέστης.
Ο ίδιος αυτός πυροσβέστης, στέλεχος της Πυροσβεστικής της Νέας Μάκρης, βρίσκεται μεταξύ των κατηγορουμένων και ήταν εκείνος που λίγο νωρίτερα ακούγοντας την κατάθεση της κόρης του ηλικιωμένου σηκώθηκε συγκινημένος από το εδώλιο λέγοντας: «Εγώ τον συνέλεξα τον κ. Πολίτη. Με συγχωρείτε για την διακοπή. Συγκινήθηκα τώρα. Ζει ε; Τον είχα μαζέψει εγώ, ήταν κρυμμένος. Φοβόταν».
Ο κατηγορούμενος μετά την ολοκλήρωση της κατάθεσης του μάρτυρα τον πλησίασε και για λίγα λεπτά μίλησε μαζί του αλλά και με την κόρη του.
Ο μάρτυρας, ράγισε καρδιές όταν συγκινημένος μέσα στον πόνο του είπε στους δικαστές το «παράπονο» του. «Έχω παράπονο θα μπορούσε το κράτος να βοηθήσει αντί να μου ζητάει 20 χαρτιά για να ξαναφτιάξω το σπίτι μου. Ευτυχώς δεν είμαι στο δρόμο γιατί με προστατεύουν τα παιδιά μου» είπε με την πρόεδρο με τη σειρά της να του λέει: «Ευχαριστούμε που ήρθατε».
Ο Χρήστος Πολίτης περιέγραψε πως ο ίδιος και η σύζυγος του αιφνιδιάστηκαν από τη φωτιά η οποία μέσα σε πέντε λεπτά τους πλησίασε. «Είμαι εγώ και η γυναίκα μου, η συγχωρεμένη η Ευγενία, οδοντίατρος» κατέθεσε και ζήτησε συγνώμη για τη συγκίνηση του. «Ήταν μια τραγωδία. Δεν ήταν η ακίνητη περιουσία αλλά οι άνθρωποι που χάσαμε… Αλλά και εμείς που μείναμε δεν είμαστε αλώβητοι… Ο άνθρωπος που σας μιλάει έχει εγκαύματα τρίτου βαθμού. Ήμουν καμένος ο μίσος». Ο μάρτυρας περιέγραψε πως η φωτιά τους «κουλούριασε» και για το λόγο αυτό η σύζυγος του, η οποία βρισκόταν δίπλα στο σπίτι, δεν κατάφερε να βγει.
Αναφερόμενος στις κινήσεις του κατέθεσε πως φεύγοντας σκέφτηκε να ζητήσει βοήθεια από τους αξιωματικούς κοντά στο σπίτι του. «Βγήκα στη Μαραθώνος και είχε φωτιά παντού. Άρχισα να πηγαίνω προς τη θάλασσα. Μια διαδρομή πέντε λεπτών με το αυτοκίνητο, την έκανα μια ώρα.» περιέγραψε και συνέχισε «Έφτασα στη θάλασσα. Δεν ήταν δυνατό να κατέβω από τα σκαλάκια που υπήρχαν, προχώρησα κι άλλο και βρέθηκα στη θάλασσα. Εκεί με τη βοήθεια ενός ανθρώπου που τον ευχαριστώ μπόρεσα να περάσω και να βγω. Με πήρε ένα αμάξι της πυροσβεστικής με πήγε στη Ραφήνα και από εκεί με ασθενοφόρο στο Σισμανόγλειο».
Ο 92χρονος μίλησε για το Γολγοθά του νοσοκομείου όπου χειρουργήθηκε την ίδια ημέρα αλλά και για το γεγονός ότι δεν μπόρεσε να παραστεί στην κηδεία της γυναίκας του.
«Δεν μπορώ να πω τίποτα περισσότερο από το μεγάλο πόνο. Οι άνθρωποι δε γυρίζουν. Αυτός είναι ο μεγάλος καημός που θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί. Δεν βοηθηθήκαμε, δεν υπήρχε κανένα σχέδιο, το κράτος ήταν ανύπαρκτο» είπε κάνοντας μια μεγάλη παύση με τον κατηγορούμενο πυροσβέστη να σηκώνεται από τη θέση του και να του δίνει ένα μπουκαλάκι νερό.
«Βοηθήστε μας! Καιγόμαστε. Δε βρίσκω τη μαμά σου»
Η κόρη του 92χρονου Καλλιόπη Πολίτη, λίγο νωρίτερα, καταθέτοντας στο δικαστήριο αναφέρθηκε στην τελευταία φορά που μίλησε στη μητέρα της , λίγο μετά τις 6 το απόγευμα και της είπε να φύγουν με το αυτοκίνητο τους. Λίγο αργότερα άκουσε τον πατέρα της, όπως περιέγραψε να ουρλιάζει: «Βοηθήστε μας! Καιγόμαστε. Δε βρίσκω τη μαμά σου». «Τότε πήρα μια απόφαση να του υποδείξω να φύγει γιατί ήταν μεγαλύτερος και φοβήθηκα. Του είπα να μην την ψάξει. Η μητέρα μου προσπάθησε να φύγει, να πάρει το αμάξι που ήταν παρκαρισμένο έξω από το σπίτι. Είχε να διανύσει 70-80 μέτρα. Στάθηκε μοιραίο αυτό» είπε φορτισμένη η μάρτυρας και πρόσθεσε «Είπα στο μπαμπά να πάει προς τη θάλασσα . Περπάτησε 1,5 χιλιόμετρο. Που να ήξερα κι εγώ. Έφτασε στη θάλασσα. Έχει πολλά εγκαύματα από τη θερμοκρασία. Στα 88 του, τότε, είναι αδιανόητο πως τα κατάφερε. Δε συνάντησε κανέναν…».
Η μάρτυρας κατάθεσε με λεπτομέρειες τον αγώνα που έδωσε για να φτάσει στο σπίτι των γονιών της και να τους εντοπίσει σημειώνοντας πως δεν είχαν καμία βοήθεια. «Παρά τις προσπάθειες να βρούμε βοήθεια, δεν ακουγόμασταν. Παρακαλούσα να στείλουν κάποιον στη Μαραθώνος. Μετά κατάλαβα ότι είχαν αδειάσει τα πλοία. Είχε φωτιά και τους άφησαν να κατέβουν…» κατέθεσε και συνέχισε λέγοντας: «Βρήκα ένα πυροσβέστη και προσπαθούσα να μου υποδείξει ένα δρόμο να φτάσω σπίτι. Συνάντησα τον αδελφό μου και μέχρι τις 10 το βράδυ κινούμασταν κοντά στο Κόκκινο Λιμανάκι. Είδα ένα νεκρό κάτω, νόμιζα ότι είχε λιποθυμήσει… Ήταν εκεί ένας αστυνομικός που τα είχε παίξει. Κάποια στιγμή άνοιξαν το δρόμο και φτάσαμε στο σπίτι».
«Κανείς δεν υπέγραφε για να παραλάβει τη σορό της μητέρας μου»
Η εικόνα στο σπίτι τους, κατέθεσε η μάρτυρας, ήταν σοκαριστική. «Η κατάσταση δεν περιγράφεται. Αναθάρρησα όταν είδα ένα σκυλί μας ζωντανό. Περάσαμε πολλές φορές δίπλα από τη μητέρα μου. Δεν την καταλάβαμε. Είχε απανθρακωθεί.» ανέφερε και συνέχισε την περιγραφή της συγκινημένη.
«Τότε άρχισε ένας ακόμη Γολγοθάς. Κανείς δεν ήξερε που έπρεπε να πάμε τη μητέρα μου. Μέχρι τις 4 το πρωί δεν ήξερε κανείς τι πρέπει να κάνουμε. Ήμασταν απελπισμένοι Αποφασίσαμε να φέρει τη σορό ο αδελφός μου στο Σισμανόγλειο που ήταν ο πατέρας μου. Η διοίκηση αρνήθηκε να παραλάβει τη σορό και το συγκινητικό ήταν ότι υπέγραψε ένας νοσηλευτής»..
Η μάρτυρας εστίασε στο γεγονός ότι το σπίτι τους ήταν πάνω στη Λεωφόρο Μαραθώνος. «Δεν περνούσε από το μυαλό μας ότι θα χαθούν ζωές. Κάποιοι φίλοι μας είχαν κανονίσει μέρες πριν να πάνε στη Ραφήνα για kite surf επειδή ήξεραν ότι θα έχει αέρα. Όφειλε ο Δήμος να έχει καθαρίσει, όφειλαν να υπάρχουν πυροσβεστικά οχήματα εκεί…» τόνισε και συμπλήρωσε «Επί της Μαραθώνος υπήρχε τηλεοπτικό συνεργείο, το σπίτι στο βάθος καιγόταν. Ο δημοσιογράφος έλεγε «καίγονται σπίτια» και κανείς δε σκέφτηκε ότι μπορεί να υπάρχουν άνθρωποι μέσα».
«Δεν υπήρχε κινητοποίηση, ούτε εναέρια μέσα άκουσα»
Τη δική της ιστορία απώλειας αφηγήθηκε στο δικαστήριο και η Αλεξάνδρα Νιτσοτόλη, η οποία έχασε τη μητέρα της που ήταν 65 ετών.
Η μάρτυρας ανέφερε πως η μητέρα της ήταν μόνη στο σπίτι όταν της τηλεφώνησε ότι είχε πιάσει φωτιά. «Μου ζήτησε να γυρίσω σπίτι …» είπε συγκινημένη και στη συνέχεια περιέγραψε τις προσπάθειες της να προσεγγίσει την περιοχή όπου δεν είδε «περιπολικά, πυροσβεστικά» και δεν άκουσε σειρήνες.
«Δεν υπήρχε κινητοποίηση .Ούτε εναέρια μέσα άκουσα» τόνισε και συμπλήρωσε «Κάποια στιγμή μίλησα μαζί της και μου είπε «Κλείσε κλείσε» να προλάβω να ντυθώ να φύγω. Και αυτή ήταν η τελευταία συνομιλία που είχα με τη μαμά μου» είπε κλαίγοντας. Η μάρτυρας κατέθεσε πως στην προσπάθεια της να φτάσει γρήγορα κοντά στη μητέρα της κάποιος πάνω στον πανικό του τράκαρε το αυτοκίνητο της βλέποντας τη φωτιά να πλησιάζει.
Η κατάσταση ήταν αποπνικτική , ανέφερε η μάρτυρας η οποία τόνισε πως κατάφερε να φτάσει σε ξενοδοχείο κοντά στη θάλασσα όπου επικρατούσε πανικός.
«Βγήκα να δω τι γίνεται και οι δύο κολπίσκοι ήταν γεμάτοι από κόσμο. Μετά στο ξενοδοχείο είπαν η φωτιά πέρασε τη Μαραθώνος πρέπει να εκκενώσουμε . Η λογική η δική μου λέει ότι πρέπει να πάω στη Νέα Μάκρη. Με οτο στοπ πήγα στην Νέα Μάκρη. Ο Γολγοθάς μου ήταν να συνεχίσω να ψάχνω να βρω τη μαμά μου. Τα τηλεφωνήματα ήταν συνεχή…Δεν μπορούσα να βρω πουθενά τη μαμά μου» κατέθεσε ξαναζώντας την αγωνία.
Στη συνέχεια με τη βοήθεια φιλικών της προσώπων κατάφερε να γυρίσει στο σπίτι της και άρχισε να ψάχνει μέσα στο σκοτάδι για τη μητέρα της. «Είδα το αυτοκίνητο ολοσχερώς καμένο Πλησιάζω τρέμοντας…. Δεν ήταν στο σπίτι. Φεύγουμε ξανά γιατί υπήρχαν και άλλες εστίες φωτιάς. Στη διάρκεια της νύχτας γυρίσαμε ξανά. Οι συγγενείς μου είχαν πάει σε όλα τα εφημερεύοντα νοσοκομεία. Μετά πήγα στο λιμάνι της Ραφήνας και περίμενα τις βάρκες μήπως βρω τη μητέρα μου. Το χάραμα πήγα στο σπίτι ξανά όπου είχα πάει άλλες τρεις φορές όλο το βράδυ. Εκεί βρήκα τη μαμά μου» είπε κλαίγοντας.
«Και οι δυο βρήκαν τραγικό θάνατο…»
Στις αγωνιώδεις προσπάθειες να εντοπίσουν τους δικούς τους ανθρώπους που χάθηκαν στην προσπάθεια τους να γλυτώσουν από την πύρινη λαίλαπα στο Μάτι αναφέρονται καταθέτοντας στο δικαστήριο συγγενείς θυμάτων.
Οι φορτισμένες περιγραφές ραγίζουν καρδιές ενώ όλοι οι μάρτυρες σημειώνουν την ανυπαρξία των κρατικών υπηρεσιών τις κρίσιμες στιγμές.
Η παρουσία στο δικαστήριο του 92χρονου Χρήστου Πολίτη συγκίνησε καθώς περιέγραψε πως κατάφερε να φύγει από το φλεγόμενο σπίτι του στη Λεωφόρο Μαραθώνος ενώ η 78χρονη τότε σύζυγος του δεν πρόλαβε καθώς παγιδεύτηκε στις φλόγες.
«Δεν κατάφερα να πάω ούτε στην κηδεία της» είπε έντονα φορτισμένος ο μάρτυρας ο οποίος εξήγησε πως νοσηλεύτηκε καθώς είχε υποστεί εκτεταμένα εγκαύματα.
Ο 92χρονος, ο οποίος μπήκε στη δικαστική αίθουσα υποβασταζόμενος, συγκίνησε με τη μαρτυρία του καθώς περιέγραψε τον αγώνα για την επιβίωση που έδωσε περπατώντας για 1,5 χιλιόμετρο ενώ η φωτιά έκαιγε γύρω του προκειμένου να φτάσει στη θάλασσα όπου στη συνέχεια τον βοήθησε , όπως είπε, ένας πυροσβέστης.
Ο ίδιος αυτός πυροσβέστης, στέλεχος της Πυροσβεστικής της Νέας Μάκρης, βρίσκεται μεταξύ των κατηγορουμένων και ήταν εκείνος που λίγο νωρίτερα ακούγοντας την κατάθεση της κόρης του ηλικιωμένου σηκώθηκε συγκινημένος από το εδώλιο λέγοντας: «Εγώ τον συνέλεξα τον κ. Πολίτη. Με συγχωρείτε για την διακοπή. Συγκινήθηκα τώρα. Ζει ε; Τον είχα μαζέψει εγώ, ήταν κρυμμένος. Φοβόταν».
Ο κατηγορούμενος μετά την ολοκλήρωση της κατάθεσης του μάρτυρα τον πλησίασε και για λίγα λεπτά μίλησε μαζί του αλλά και με την κόρη του.
Ο μάρτυρας, ράγισε καρδιές όταν συγκινημένος μέσα στον πόνο του είπε στους δικαστές το «παράπονο» του. «Έχω παράπονο θα μπορούσε το κράτος να βοηθήσει αντί να μου ζητάει 20 χαρτιά για να ξαναφτιάξω το σπίτι μου. Ευτυχώς δεν είμαι στο δρόμο γιατί με προστατεύουν τα παιδιά μου» είπε με την πρόεδρο με τη σειρά της να του λέει: «Ευχαριστούμε που ήρθατε».
Ο Χρήστος Πολίτης περιέγραψε πως ο ίδιος και η σύζυγος του αιφνιδιάστηκαν από τη φωτιά η οποία μέσα σε πέντε λεπτά τους πλησίασε. «Είμαι εγώ και η γυναίκα μου, η συγχωρεμένη η Ευγενία, οδοντίατρος» κατέθεσε και ζήτησε συγνώμη για τη συγκίνηση του. «Ήταν μια τραγωδία. Δεν ήταν η ακίνητη περιουσία αλλά οι άνθρωποι που χάσαμε… Αλλά και εμείς που μείναμε δεν είμαστε αλώβητοι… Ο άνθρωπος που σας μιλάει έχει εγκαύματα τρίτου βαθμού. Ήμουν καμένος ο μίσος». Ο μάρτυρας περιέγραψε πως η φωτιά τους «κουλούριασε» και για το λόγο αυτό η σύζυγος του, η οποία βρισκόταν δίπλα στο σπίτι, δεν κατάφερε να βγει.
Αναφερόμενος στις κινήσεις του κατέθεσε πως φεύγοντας σκέφτηκε να ζητήσει βοήθεια από τους αξιωματικούς κοντά στο σπίτι του. «Βγήκα στη Μαραθώνος και είχε φωτιά παντού. Άρχισα να πηγαίνω προς τη θάλασσα. Μια διαδρομή πέντε λεπτών με το αυτοκίνητο, την έκανα μια ώρα.» περιέγραψε και συνέχισε «Έφτασα στη θάλασσα. Δεν ήταν δυνατό να κατέβω από τα σκαλάκια που υπήρχαν, προχώρησα κι άλλο και βρέθηκα στη θάλασσα. Εκεί με τη βοήθεια ενός ανθρώπου που τον ευχαριστώ μπόρεσα να περάσω και να βγω. Με πήρε ένα αμάξι της πυροσβεστικής με πήγε στη Ραφήνα και από εκεί με ασθενοφόρο στο Σισμανόγλειο».
Ο 92χρονος μίλησε για το Γολγοθά του νοσοκομείου όπου χειρουργήθηκε την ίδια ημέρα αλλά και για το γεγονός ότι δεν μπόρεσε να παραστεί στην κηδεία της γυναίκας του.
«Δεν μπορώ να πω τίποτα περισσότερο από το μεγάλο πόνο. Οι άνθρωποι δε γυρίζουν. Αυτός είναι ο μεγάλος καημός που θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί. Δεν βοηθηθήκαμε, δεν υπήρχε κανένα σχέδιο, το κράτος ήταν ανύπαρκτο» είπε κάνοντας μια μεγάλη παύση με τον κατηγορούμενο πυροσβέστη να σηκώνεται από τη θέση του και να του δίνει ένα μπουκαλάκι νερό.
«Βοηθήστε μας! Καιγόμαστε. Δε βρίσκω τη μαμά σου»
Η κόρη του 92χρονου Καλλιόπη Πολίτη, λίγο νωρίτερα, καταθέτοντας στο δικαστήριο αναφέρθηκε στην τελευταία φορά που μίλησε στη μητέρα της , λίγο μετά τις 6 το απόγευμα και της είπε να φύγουν με το αυτοκίνητο τους. Λίγο αργότερα άκουσε τον πατέρα της, όπως περιέγραψε να ουρλιάζει: «Βοηθήστε μας! Καιγόμαστε. Δε βρίσκω τη μαμά σου». «Τότε πήρα μια απόφαση να του υποδείξω να φύγει γιατί ήταν μεγαλύτερος και φοβήθηκα. Του είπα να μην την ψάξει. Η μητέρα μου προσπάθησε να φύγει, να πάρει το αμάξι που ήταν παρκαρισμένο έξω από το σπίτι. Είχε να διανύσει 70-80 μέτρα. Στάθηκε μοιραίο αυτό» είπε φορτισμένη η μάρτυρας και πρόσθεσε «Είπα στο μπαμπά να πάει προς τη θάλασσα . Περπάτησε 1,5 χιλιόμετρο. Που να ήξερα κι εγώ. Έφτασε στη θάλασσα. Έχει πολλά εγκαύματα από τη θερμοκρασία. Στα 88 του, τότε, είναι αδιανόητο πως τα κατάφερε. Δε συνάντησε κανέναν…».
Η μάρτυρας κατάθεσε με λεπτομέρειες τον αγώνα που έδωσε για να φτάσει στο σπίτι των γονιών της και να τους εντοπίσει σημειώνοντας πως δεν είχαν καμία βοήθεια. «Παρά τις προσπάθειες να βρούμε βοήθεια, δεν ακουγόμασταν. Παρακαλούσα να στείλουν κάποιον στη Μαραθώνος. Μετά κατάλαβα ότι είχαν αδειάσει τα πλοία. Είχε φωτιά και τους άφησαν να κατέβουν…» κατέθεσε και συνέχισε λέγοντας: «Βρήκα ένα πυροσβέστη και προσπαθούσα να μου υποδείξει ένα δρόμο να φτάσω σπίτι. Συνάντησα τον αδελφό μου και μέχρι τις 10 το βράδυ κινούμασταν κοντά στο Κόκκινο Λιμανάκι. Είδα ένα νεκρό κάτω, νόμιζα ότι είχε λιποθυμήσει… Ήταν εκεί ένας αστυνομικός που τα είχε παίξει. Κάποια στιγμή άνοιξαν το δρόμο και φτάσαμε στο σπίτι».
«Κανείς δεν υπέγραφε για να παραλάβει τη σορό της μητέρας μου»
Η εικόνα στο σπίτι τους, κατέθεσε η μάρτυρας, ήταν σοκαριστική. «Η κατάσταση δεν περιγράφεται. Αναθάρρησα όταν είδα ένα σκυλί μας ζωντανό. Περάσαμε πολλές φορές δίπλα από τη μητέρα μου. Δεν την καταλάβαμε. Είχε απανθρακωθεί.» ανέφερε και συνέχισε την περιγραφή της συγκινημένη.
«Τότε άρχισε ένας ακόμη Γολγοθάς. Κανείς δεν ήξερε που έπρεπε να πάμε τη μητέρα μου. Μέχρι τις 4 το πρωί δεν ήξερε κανείς τι πρέπει να κάνουμε. Ήμασταν απελπισμένοι Αποφασίσαμε να φέρει τη σορό ο αδελφός μου στο Σισμανόγλειο που ήταν ο πατέρας μου. Η διοίκηση αρνήθηκε να παραλάβει τη σορό και το συγκινητικό ήταν ότι υπέγραψε ένας νοσηλευτής»..
Η μάρτυρας εστίασε στο γεγονός ότι το σπίτι τους ήταν πάνω στη Λεωφόρο Μαραθώνος. «Δεν περνούσε από το μυαλό μας ότι θα χαθούν ζωές. Κάποιοι φίλοι μας είχαν κανονίσει μέρες πριν να πάνε στη Ραφήνα για kite surf επειδή ήξεραν ότι θα έχει αέρα. Όφειλε ο Δήμος να έχει καθαρίσει, όφειλαν να υπάρχουν πυροσβεστικά οχήματα εκεί…» τόνισε και συμπλήρωσε «Επί της Μαραθώνος υπήρχε τηλεοπτικό συνεργείο, το σπίτι στο βάθος καιγόταν. Ο δημοσιογράφος έλεγε «καίγονται σπίτια» και κανείς δε σκέφτηκε ότι μπορεί να υπάρχουν άνθρωποι μέσα».
«Δεν υπήρχε κινητοποίηση, ούτε εναέρια μέσα άκουσα»
Τη δική της ιστορία απώλειας αφηγήθηκε στο δικαστήριο και η Αλεξάνδρα Νιτσοτόλη, η οποία έχασε τη μητέρα της που ήταν 65 ετών.
Η μάρτυρας ανέφερε πως η μητέρα της ήταν μόνη στο σπίτι όταν της τηλεφώνησε ότι είχε πιάσει φωτιά. «Μου ζήτησε να γυρίσω σπίτι …» είπε συγκινημένη και στη συνέχεια περιέγραψε τις προσπάθειες της να προσεγγίσει την περιοχή όπου δεν είδε «περιπολικά, πυροσβεστικά» και δεν άκουσε σειρήνες.
«Δεν υπήρχε κινητοποίηση .Ούτε εναέρια μέσα άκουσα» τόνισε και συμπλήρωσε «Κάποια στιγμή μίλησα μαζί της και μου είπε «Κλείσε κλείσε» να προλάβω να ντυθώ να φύγω. Και αυτή ήταν η τελευταία συνομιλία που είχα με τη μαμά μου» είπε κλαίγοντας. Η μάρτυρας κατέθεσε πως στην προσπάθεια της να φτάσει γρήγορα κοντά στη μητέρα της κάποιος πάνω στον πανικό του τράκαρε το αυτοκίνητο της βλέποντας τη φωτιά να πλησιάζει.
Η κατάσταση ήταν αποπνικτική , ανέφερε η μάρτυρας η οποία τόνισε πως κατάφερε να φτάσει σε ξενοδοχείο κοντά στη θάλασσα όπου επικρατούσε πανικός.
«Βγήκα να δω τι γίνεται και οι δύο κολπίσκοι ήταν γεμάτοι από κόσμο. Μετά στο ξενοδοχείο είπαν η φωτιά πέρασε τη Μαραθώνος πρέπει να εκκενώσουμε . Η λογική η δική μου λέει ότι πρέπει να πάω στη Νέα Μάκρη. Με οτο στοπ πήγα στην Νέα Μάκρη. Ο Γολγοθάς μου ήταν να συνεχίσω να ψάχνω να βρω τη μαμά μου. Τα τηλεφωνήματα ήταν συνεχή…Δεν μπορούσα να βρω πουθενά τη μαμά μου» κατέθεσε ξαναζώντας την αγωνία.
Στη συνέχεια με τη βοήθεια φιλικών της προσώπων κατάφερε να γυρίσει στο σπίτι της και άρχισε να ψάχνει μέσα στο σκοτάδι για τη μητέρα της. «Είδα το αυτοκίνητο ολοσχερώς καμένο Πλησιάζω τρέμοντας…. Δεν ήταν στο σπίτι. Φεύγουμε ξανά γιατί υπήρχαν και άλλες εστίες φωτιάς. Στη διάρκεια της νύχτας γυρίσαμε ξανά. Οι συγγενείς μου είχαν πάει σε όλα τα εφημερεύοντα νοσοκομεία. Μετά πήγα στο λιμάνι της Ραφήνας και περίμενα τις βάρκες μήπως βρω τη μητέρα μου. Το χάραμα πήγα στο σπίτι ξανά όπου είχα πάει άλλες τρεις φορές όλο το βράδυ. Εκεί βρήκα τη μαμά μου» είπε κλαίγοντας.
«Και οι δυο βρήκαν τραγικό θάνατο…»
Στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε ο Σάββας Παπαϊωάννου ο οποίος στις φλόγες έχασε τον αδελφό του, που είχε κινητικά προβλήματα, και τη νύφη του. Ο μάρτυρας περιέγραψε πως η ανίψια του, ανήλικη τότε, κατάφερε να σωθεί γιατί οι γονείς της την έδιωξαν πιο νωρίς.
«Η νύφη μου επέμεινε να βοηθήσει τον αδελφό μου και οι δυο βρήκαν τραγικό θάνατο… Δεν είχε καμία βοήθεια για τη διαφυγή του. Η κόρη του, η Άρτεμις σώθηκε γιατί της είπε η μητέρα της να τρέξει. Η μητέρας της έμεινε πίσω για να βοηθήσει τον αδελφό μου. Ο αδελφός μου έχασε τη ζωή του αμέσως, η σύζυγος του 20 μέρες μετά επειδή είχε εγκαύματα τρίτου βαθμού σε όλο το σώμα, και προδόθηκε από την καρδιά» κατέθεσε ο μάρτυρας ο οποίος σημείωσε πως δεν υπήρχε καμία ενημέρωση του κόσμου αλλά και καμία εντολή για εκκένωση.
«Στις 23 Ιουλίου έχουμε το εξής. Υπήρχε η πυρκαγιά στην Κινέττα. Δόθηκε εντολή να φύγουν εναέρια για εκεί και η Ανατολική πλευρά της Αττικής έμεινε εύθραυστη και ανοχύρωτη. Ήταν κομβικό λάθος γι αυτό η φωτιά στο Μάτι πήρε αυτήν την τροπή και κατάληξη. Οι φορείς δεν αντιμετώπισαν την κατάσταση ως έπρεπε» τόνισε.