Συγκλoνίζει το γράμμα της μητέρας της 4χρονης Μελίνας: «Όταν σε κατέβασαν στο χώμα, άφησα να πάρεις μαζί σου την μισή μου καρδιά»

Google news logo Βρείτε μας στο Google News. Πατήστε εδώ!


«Από την πρώτη στιγμή μου φάνηκε παράξενη η αναισθησιολόγος σου», αναφέρεται στο γράμμα της μητέρας της μικρής που πέθανε σε επέμβαση ρουτίνας

«Φοβόσουν τόσο πολύ. Εγώ σου έλεγα συνέχεια να μην φοβάσαι, ήθελες μόνο να πας στο σπίτι μας, αλλά και πάλι, ήσουν σαν μεγάλη, ήξερες ότι πρέπει… πρέπει να μπεις. Σε είχα αγκαλιά, σε πείραζα, καθόμασταν στο δωμάτιο που σου έδωσαν και βλέπαμε από έξω τις όμορφες πορτοκαλιές, σου άρεσαν πάρα πολύ. Είχες ετοιμάσει μια τσάντα με μαρκαδόρους και βιβλία, γιατί θα καθόμασταν μετά στο δωμάτιο και ήθελες να ζωγραφίσουμε», συγκλονίζουν τα λόγια της μητέρας της μικρής Μελίνας που έχασε τη ζωή της σε επέμβαση ρουτίνας για τα «κρεατάκια».

Στο συγκινητικό γράμμα της μάνας ο σπαραγμός είναι φανερός: «Όταν σε κατέβασαν στο χώμα, άφησα να πάρεις μαζί σου την μισή μου καρδιά…».

Πέντε χρόνια από τον θάνατο του κοριτσιού, η μητέρα μέσα από ένα γράμμα, που συνέταξε σε πρώτο πρόσωπο προς τη μικρή Μελίνα της και δημοσιοποιήθηκε μέσω της εκπομπής «Αλήθειες με τη Ζήνα» στο Star, γράφει για τις δικές της αλήθειες.

«Από την πρώτη στιγμή μου φάνηκε πολύ παράξενη η αναισθησιολόγος σου, ήταν πολύ άνετη, το ύφος της ήταν παράξενο. Όποιος ήταν κοντά μου εκείνη την ημέρα μπορεί να το θυμάται, γιατί ποιος θα με πιστέψει τώρα, που έχουν βγει τόσα στην φόρα γι ́ αυτήν; Έβλεπα Μελινούλα μου νοσοκόμες και νοσηλεύτριες να κλαίνε, αργούσαν τόσο πολύ, σκέφτηκα μήπως ξύπνησες τελικά, αλλιώς γιατί να αργούν έτσι; Κανένας δεν με κοίταξε στα μάτια. Γνώρισα και άλλη μια οικογένεια εκεί απ’έξω, μια γυναίκα γέννησε, βγήκε το μωρό τους, δάκρυα από χαρά και τα δικά μου δάκρυα για σένα Μελινούλα μου. Υπήρχαν πολλά άτομα εκεί μέσα. Σίγουρα είδαν, σίγουρα άκουσαν, αλλά κανένας δεν θέλει να μας πει. Όλοι ξέρουν, όλοι όσοι ήταν εκεί μέσα τη μέρα αυτή», αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στο γράμμα.

Ακολουθεί ολόκληρο το γράμμα:

Μελίνα.
Πέρασαν 5 χρόνια από την ημέρα που σε πήγαμε στο Ηράκλειο για να βγάλεις τα κρεατάκια σου. Ήταν μέρες γιορτινές, ήσουν τόσο χαρούμενη και γλυκιά. Μόλις τεσσάρων ετών.

Πολλές φόρες μας έλεγες ότι είναι άδικο που εσύ πρέπει να πας με τον μπαμπά στον γιατρό, άλλα η Έλλη μπορεί να κάτσει σπίτι, όπως την τελευταία μέρα που εγώ πήγα με την Έλλη στην πλατεία να γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα και εσύ πήγες για έλεγχο για το χειρουργείο. Πρόλαβες όμως να πας και εσύ στην πλατεία, πήρες το δώρο από τον Άγιο Βασίλη, τραγούδησες ένα από τα αγαπημένα σου τραγούδια στο μικρόφωνο. Ντροπαλή όπως πάντα. Έξω ήσουν πολύ ντροπαλή και τόσο ευαίσθητη, αλλά στο σπίτι ήσουν αρχηγός.

Ήρθαμε όλοι μαζί στο σπίτι και η Έλλη έφτιαξε την τσάντα της για να κοιμηθεί σε άλλο σπίτι, για να μην τη σηκώσουμε πρωί, για να πάμε στο νοσοκομείο. Εσύ έκλαιγες και δεν μπορούσες να καταλάβεις γιατί πάλι εσύ έπρεπε να μείνεις πίσω. Από την άλλη, δεν γκρίνιαζες τόσο, σου είπαμε ότι την άλλη φορά θα είναι η σειρά σου και το δέχτηκες.

Εκείνο το βράδυ ήταν η πρώτη φορά που χωριστήκατε με την αδελφή σου. Έκλαιγες, άλλα και πάλι ήσουν τόσο ώριμη, τόσο γλυκιά.

Κοιμήθηκες με τον μπαμπά σου εκείνο το βράδυ. Δεν σε είχα στην αγκαλιά μου.

Ξυπνήσαμε τόσο νωρίς. Είχε πολύ κρύο. Δεν θα ξεχάσω που είπα στον μπαμπά σου: “ελπίζω την επόμενη φορά που θα σηκωθούμε τόσο νωρίς Χριστούγεννα, να είναι για να πάμε διακοπές”.

Φοβόσουν τόσο πολύ. Εγώ σου έλεγα συνέχεια να μην φοβάσαι, ήθελες μόνο να πας στο σπίτι μας, αλλά και πάλι, ήσουν σαν μεγάλη, ήξερες ότι πρέπει….πρέπει να μπεις. Σε είχα αγκαλιά, σε πείραζα, καθόμασταν στο δωμάτιο που σου έδωσαν και βλέπαμε από έξω τις όμορφες πορτοκαλιές, σου άρεσαν πάρα πολύ. Είχες ετοιμάσει μια τσάντα με μαρκαδόρους και βιβλία, γιατί θα καθόμασταν μετά στο
δωμάτιο και ήθελες να ζωγραφίσουμε.

Σου κρατούσα το χέρι όταν ήρθε μια γυναίκα να σε πάρει. Δεν ήθελες. Σου είπε να έρθεις να σου δείξει το δέντρο που είχαν εκεί μέσα.

Εγώ και ο μπαμπάς σου καθόμασταν απ ́ έξω. Ξέραμε ότι θα βγεις αρκετά γρήγορα, έτσι μας είχαν πει. Η ώρα πέρασε, εσύ πουθενά αγάπη μου, κορίτσι μου… Άρχισα να φοβάμαι πολύ. Κανένας δεν μας είπε τίποτα. Άρχισα να μιλώ με μια άλλη μαμά, που και η δικιά της κόρη ήταν επίσης μέσα. Θα έκανε μια παρόμοια επέμβαση, ακριβώς μετά από σένα.

Άρχισα να κλαίω, γιατί κανένας δεν μου έλεγε τίποτα. Έκλαιγε και η άλλη μαμά, γιατί καταλάβαμε ότι κάτι δεν πήγε καλά, αλλά δεν ξέραμε ποιο παιδί έχει το πρόβλημα. Τελικά το δικό της παιδί δεν το έβαλαν καν, ενώ μας είχαν πει ότι και αυτή είχε μπει.

Τα ψέματα άρχισαν αμέσως, απλώς εγώ δεν το κατάλαβα εκείνη την ώρα, γιατί εκείνη την ώρα είχα απόλυτη εμπιστοσύνη στους γιατρούς.

Όταν ήρθε ο μπαμπάς σου και μου είπε ότι εσύ δεν ξυπνάς έπαθα σοκ.
Μας κάλεσαν και οι γιατροί, σταθήκανε στην πόρτα και αρχικά μας είπε ο ΩΡΛ σου ότι το χειρουργείο πήγε καλά.

Μετά, μας είπε η αναισθησιολόγος σου ότι δεν μπορείς να ξυπνήσεις, γιατί κάνεις βρογχόσπασμο και σε ξανακοιμίζουν. Προσπάθησαν λέει 2 φορές.

Ήξερα ότι ο βρογχόσπασμος είναι συχνό φαινόμενο. Μας είπαν ότι πρέπει να πας στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας για την δική σου ασφάλεια. Μας είπαν επίσης Μελινούλα μου, ότι η ζωή σου δεν βρίσκεται σε κίνδυνο.

Έπαθα μεγάλο σοκ, το μόνο που έκανα ήταν να κλαίω.

Από την πρώτη στιγμή μου φάνηκε πολύ παράξενη η αναισθησιολόγος σου, ήταν πολύ άνετη, το ύφος της ήταν παράξενο. Όποιος ήταν κοντά μου εκείνη την ημέρα μπορεί να το θυμάται, γιατί ποιος θα με πιστέψει τώρα, που έχουν βγει τόσα στην φόρα γι ́ αυτήν;

Έβλεπα Μελινούλα μου νοσοκόμες και νοσηλεύτριες να κλαίνε, αργούσαν τόσο πολύ, σκέφτηκα μήπως ξύπνησες τελικά, αλλιώς γιατί να αργούν έτσι;

Κανένας δεν με κοίταξε στα μάτια. Γνώρισα και άλλη μια οικογένεια εκεί απ ́ έξω, μια γυναίκα γέννησε, βγήκε το μωρό τους, δάκρυα από χαρά και τα δικά μου δάκρυα για σένα Μελινούλα μου.

Υπήρχαν πολλά άτομα εκεί μέσα. Σίγουρα είδαν, σίγουρα άκουσαν, αλλά κανένας δεν θέλει να μας πει. Όλοι ξέρουν, όλοι όσοι ήταν εκεί μέσα τη μέρα αυτή.

Όταν τελικά σε κατέβασαν στο ασθενοφόρο, σε είδα και δεν πίστευα τα μάτια μου, δεν μπορούσα να έρθω κοντά σου, ήσουν γεμάτη καλώδια, όλοι είχαν πέσει πάνω σου και εγώ απ ́ έξω να μην μπορώ να κάνω τίποτα για σένα. Ένιωθα τόσο μικρή, τόσο αδύναμη, τόσο
άχρηστη.

Φτάσαμε λοιπόν στο Πανεπιστημιακό, εσύ με το ασθενοφόρο και εμείς με το αμάξι. Τρέχαμε μέσα με τον μπαμπά σου και προλάβαμε την πόρτα της ΜΕΘ μισάνοιχτη και την αρπάξαμε. Εκεί από πίσω ήταν μια γιατρός έτοιμη να τρέξει να σε δει. Μας είπε ότι όσο μιλάει
μαζί μας χάνει χρόνο με εσένα. Την ρώτησα κάτι τελευταίο, της είπα ότι μου είχαν πει ότι δεν κινδυνεύει η ζωή σου και αν είσαι σε καλή κατάσταση. Η απάντησή της Μελινούλα μου ήταν ότι μας είχαν πει ψέματα και ότι η κατάστασή σου ήταν πολύ δύσκολη.

Δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε αυτό που συνέβη σε σένα αγάπη μου.
Πού σε πήγαμε, τι σου έκαναν; Τι πήγε τόσο στραβά; Περιμέναμε…..
Εγώ να κλαίω όλη την ώρα. Ήρθαν οι φίλοι μας, ταξίδεψε και ο παππούς και η γιαγιά σου που ήθελαν τόσο πολύ να σε δουν.

Ήμασταν όλοι εκεί, όλοι προσπαθούσαν Μελίνα μου να μας δώσουν κουράγιο, ότι όλα θα πάνε καλά και εσύ θα ξυπνήσεις. Δεν μπορούσα όμως να το πιστέψω, ίσως επειδή μόνο εγώ είδα τα πρόσωπα όλων έξω από το νοσοκομείο, ίσως επειδή μόνο εγώ σε είδα μέσα στο
ασθενοφόρο, άψυχη….

Ήρθε μετά η ώρα να μας ενημερώσουν. Κάτσαμε σε ένα μεγάλο τραπέζι. Μας είπαν ότι δεν πάνε καλά τα πράγματα, ότι έχουμε κρίσιμες ώρες μπροστά μας. Ο μπαμπάς σου πήγε να κάνει φασαρία, να φωνάξει …μα εγώ τον σταμάτησα. Να είμαστε καλοί, του είπα, μπορεί να μην φταίνε, του είπα.

Έπρεπε Μελινούλα μου να τον αφήσω, να τα κάνει εκεί μέσα ό,τι θέλει και να πει ό,τι θέλει, αλλά πού να ήξερα. Η αναισθησιολόγος σου, ήταν και πάλι πολύ άνετη. Οι υπόλοιποι δεν ήταν.

Αφού πήραμε αυτά τα άσχημα νέα, βγήκαμε από το δωμάτιο και περιμέναμε στο διάδρομο. Εκεί πέρασε πρώτα ο ΩΡΛ σου, που εμείς αυτόν ξέραμε, με αυτόν είχαμε επαφές τόσο καιρό.
Τον σταματήσαμε… Τα δάκρυά μου ακόμα να τρέχουν. Δεν μπορούσα να τα σταματήσω. Τον ρώτησα αν αυτό είναι συνηθισμένο και αν πιστεύει ότι θα ξυπνήσεις και αυτός, όλο νεύρα, μου άνοιξε τα χέρια του. Είπε ότι αυτό συμβαίνει μία στο εκατομμύριο και μετά έφυγε.

Βλέπεις Μελινούλα μου, σε φέραμε σε ένα κόσμο πολύ κακό.

Αμέσως μετά, πέρασε η αναισθησιολόγος σου, με την διευθύντριά της. Η διευθύντρια αν δεν κάνω λάθος έκλαιγε, μας ευχήθηκε ό,τι καλύτερο, μαζί με άλλες δυο κοπέλες που κλαίγανε και αυτές. Η αναισθησιολόγος όμως, όταν ο μπαμπάς σου την ρώτησε τι πήγε λάθος και μήπως σου είχε δώσει παραπάνω φάρμακο και γι αυτό αργείς να ξυπνήσεις, γέλασε. Ναι Μελίνα μου, γέλασε. Τον κοίταξα τον μπαμπά σου, και του είπα: “ γελάει;” Αυτός της είπε ότι δεν είναι ώρα για γέλια, αλλά αυτή δεν κατάλαβε τίποτα.

Μετά από λίγη ώρα, μας άφησαν να μπούμε να σε δούμε. Σαν να ζούσα ένα κακό όνειρο. Από την μια στιγμή στην άλλη, κινδύνευε η
ζωή σου τόσο πολύ. Μπήκαμε μέσα, πήγαμε κοντά σου, σου μιλήσαμε, ο μπαμπάς σου δεν άντεχε, είχαμε πει να μην κλαίμε εκεί μέσα, να είμαστε δυνατοί για σένα.

Σου έλεγα ότι σε αγαπώ, ότι σε περιμένουμε να πάμε σπίτι μας. Ότι σε περιμένει η Έλλη στο σπίτι. Ότι ήρθε η γιαγιά και ο παππούς να σε δουν. Σου είπα ότι είσαι δυνατή Μελινούλα μου, μα εγώ δεν ήξερα τι σου είχαν κάνει, δεν ήξερα ότι σε παράτησαν εκεί μέσα, αβοήθητη.

Έτσι για μια στιγμή, πίστευα ότι όλα θα πάνε καλά, ότι θα τα καταφέρεις. Έπρεπε να καταλάβω, γιατί όταν ο μπαμπάς σου είπε στις κοπέλες εκεί μέσα ότι : ”όταν ξυπνήσει η Μελίνα μας θα δείτε πόσο ζωηρή είναι”, τότε κόλλησαν οι κοπέλες, μας κοίταξαν πολύ παράξενα, το θυμάμαι πολύ καλά. Αλλά εκείνη την ώρα δεν ήθελα να πιστέψω αυτά που μου έλεγαν τα μάτια τους.

Τα μάτια τους μας είπαν ότι δεν πρόκειται να ξυπνήσεις.
Πέρασαν οι ώρες, νύχτωσε, εμείς ξαπλώσαμε λίγο στις καρέκλες.
Πρέπει να με πήρε λίγο ο ύπνος και άκουσα μια φωνή από το διάδρομο να φωνάζει ΠΑΡΑΣΚΑΚΗ! Σηκώθηκα αμέσως κοριτσάκι μου, μα δεν έβρισκα τον μπαμπά σου.

Πήγα κοντά στην πόρτα με την γιαγιά σου και βγήκε μια γιατρός, που μας είχαν πει ότι αν βγει αυτή, θα είναι μόνο για κακό. Έτσι και αλλιώς εγώ άκουγα από το διάδρομο τι έλεγαν μέσα και κατάλαβα ότι εσύ πέθανες Μελινούλα μου. Ήρθε κοντά μας η γιατρός και μας είπε ότι εσύ τους ταλαιπώρησες πολύ. Ότι δεν μπορεί να καταλάβουν τι έγινε. Έπαθες πάλι ανακοπή και δεν μπορούσαν να σε επαναφέρουν. Ο παππούς σου, ήρθε στο διάδρομο. Του έκανα νόημα Μελίνα μου ότι έφυγες και αυτός έστριψε και βγήκε έξω. Δεν άντεξε. Ήρθε και ο μπαμπάς σου κοντά μας και του είπα ότι μας άφησες. Εμείς μπήκαμε με το έτσι θέλω και τους παρακαλέσαμε να προσπαθήσουν λίγο ακόμα. Μα δεν έγινε τίποτα Μελινούλα μου, εκεί ήσουν, άψυχη πάλι και εγώ, που η δουλειά μου ήταν να σε προστατεύω και να σε έχω καλά, να μην μπορώ να σου κάνω τίποτα.

Νομίζω ότι σε φίλησα, δεν θυμάμαι. Η γιαγιά σου καθόταν από πάνω σου πολλή ώρα, μέχρι που την έδιωξε μια γιατρός ή νοσοκόμα. Έπαθα σοκ Μελίνα μου, δεν σε αποχαιρέτισα.

Μπήκα πάλι στο δωμάτιο με το μεγάλο τραπέζι. Η γιατρός μου είπε ότι κάνανε ό,τι μπορούσαν, άλλα δεν ήξερε γιατί πέθανες. Μας είπε να περιμένουμε να έρθει ο ιατροδικαστής να σε εξετάσει.

Εγώ είχα τρελαθεί κορίτσι μου, σε άφησα εκεί μόνη σου. Είπα στον μπαμπά σου ότι θέλω να φύγω, θέλω να με πάει στην αδελφή σου. Δεν φώναξα, δεν έκανα τίποτα. Μόνοέκλαιγα και ένιωθα τόσο μικρή και αδύναμη, δεν ήταν πια στα χέρια μου. Σε άφησα λοιπόν εκεί, κάτι που θα το μετανιώνω όσο ζω. Πώς μπορεί μια μαμά να αφήσει το παιδί της έτσι;

Μελίνα

Πήγα στο σπίτι που ήταν η αδερφούλα σου, ξύπνησε, και με ρώτησε πού είναι η Μελίνα. Την πήρα μέσα στο δωμάτιο και της είπα ότι η Μελίνα μας πήγε στον ουρανό και ότι δεν θα μπορέσει να ξαναέρθει.
Και η Έλλη μου απάντησε ότι η Μελίνα πήρε την σημαία της στον ουρανό και την έβαψε κόκκινη. Ακόμα μου φαίνεται πολύ παράξενη αυτή η απάντηση της αδελφής σου.

Σαν να το ένιωθε η αδερφούλα σου, μόνο τεσσάρων ετών και όμως, σαν να ήξερε τι μου έλεγε. Η καρδιά μου έσπασε σε χιλιάδες κομμάτια Μελίνα μου. Πώς θα συνεχίσουμε την ζωή μας χωρίς εσένα; Πώς θα μεγαλώσω την Έλλη χωρίς εσένα; Είχατε πάντα η μία την άλλη, στο σχολειό, στην παιδική χαρά, στο σπίτι, παντού και πάντα.

Ξέρεις Μελίνα μου, εσύ και η Έλλη, ήσασταν για μένα σαν τον αέρα που αναπνέουμε. Έτσι ήταν και η παρουσία σας και η ύπαρξή σας
κάθε μέρα.

Τώρα λοιπόν, ένιωθα σα να μου κόπηκε ο αέρας, δεν μπορούσα να αναπνεύσω, δεν μπορούσα να υπάρχω χωρίς εσένα. Το χειρότερο ήταν και παραμένει, ότι εγώ σε πήγα εκεί. Εγώ ήθελα να πας να βγάλεις τα κρεατάκια σου. Εγώ σου έλεγα να μην φοβάσαι.

Έλεγαν πως πρέπει να πάμε στο σπίτι μας, να το ετοιμάσουμε για κηδεία. Όχι. Όχι, δεν ήθελα Μελίνα, ήθελα μόνο να έχω εσένα, ήθελα
μόνο να γυρίσω το χρόνο πίσω.
Μου είπαν λοιπόν να κάτσω εκεί στο άλλο σπίτι μαζί με την αδελφή σου, να πάνε να ετοιμάσουν το σπίτι μου.