Συγκλονίζει ο παιδοκτόνος της Κηφισιάς: «Σκότωσα τον γιο μου για να…»

Google news logo Βρείτε μας στο Google News. Πατήστε εδώ!


Ο σκύλος του περιπατητή σε ένα ερημικό σημείο στον Κάλαμο, εκείνο το ζεστό βράδυ της 6ης Ιουλίου 1996, έδειχνε πολύ ανήσυχος ενώ πλησίαζαν μια ημιτελή οικοδομή. Σύντομα μια περίεργη μυρωδιά τον έκαναν να κοιτάζει καλύτερα για να ανακαλύψει τελικά το καμένο σώμα ενός ανθρώπου. Ήταν η στιγμή της αποκάλυψης μιας οικογενειακής τραγωδίας με μοιραία κατάληξη…

Οι αστυνομικοί του Τμήματος Ανθρωποκτονιών της Ασφάλειας Αττικής, που πήγαν λίγο αργότερα στο σημείο, διαπίστωσαν πως επρόκειτο για έναν νέο άνδρα που έφερε πολλαπλά τραύματα και ο δράστης είχε προσπαθεί πρόχειρα να κάψει το σώμα του, χωρίς να ολοκληρώσει το μακάβριο έργο.

Η ενέδρα που οδήγησε στη σύλληψη

Ένιωσαν βέβαιοι πως θα επέστρεφε προκειμένου να εξαφανίσει το πτώμα και έτσι έστησαν ενέδρα για να τον συλλάβουν. Και πράγματι, το πρωί της επόμενης μέρας ένας άνδρας σταμάτησε το αυτοκίνητο του μπροστά στην οικοδομή και με μια σακούλα στα χέρια κινήθηκε προς το σημείο όπου ήταν το πτώμα.

Τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στο 11ο όροφο του Αστυνομικού Μεγάρου της λεωφόρου Αλεξάνδρας όπου με αναφιλητά, ο 54χρονος μηχανολόγος που είχαν συλλάβει τους αποκάλυψε πως το θύμα ήταν ο μεγάλος του γιός, ο 27χρονος Βαγγέλης, τον οποίο την προηγούμενη ημέρα δολοφόνησε με ένα τσεκούρι στο σαλόνι της μονοκατοικίας τους στην Κηφισιά…

«Θα μας σκότωνε όλους. Έσωσα την οικογένειά μου» τους είπε.
Ο Α.Κ. ήταν ένα επιτυχημένος επαγγελματικά άνθρωπος, με έναν ευτυχισμένο γάμο, τρείς γιους και μια άνετη ζωή. Όλα αυτά άρχισαν να καταρρέουν όταν ο πρωτότοκος γιος του ο Βαγγέλης, έφτασε στην εφηβεία. Στην αρχή άρχισε να εκδηλώνει επιθετική συμπεριφορά που αποδόθηκε στην ηλικία, όμως σύντομα οι γιατροί που τον ανέλαβαν διαπίστωσαν ότι έπασχε από σχιζοφρένεια παρανοϊκού τύπου, με ανεξέλεγκτη επιθετικότητα. Στόχος του κατά κανόνα ήταν τα μικρότερα αδέλφια του και η μητέρα του. Σε ηλικία 20 ετών νοσηλεύτηκε για ένα διάστημα και στην συνέχεια του χορηγήθηκε αυστηρή φαρμακευτική αγωγή την οποία όσο ακολουθούσε δεν υπήρχαν ιδιαίτερα προβλήματα. Από το 1995 όμως σταμάτησε να δέχεται τα φάρμακα και η κατάσταση του επιδεινώθηκε ραγδαία.

Αρχικά έλεγε πως άκουγε φωνές που τον έκαναν βίαια και επιθετικό, στη συνέχεια ζητούσε συνεχώς χρήματα μέχρι που ο πατέρας του διαπίστωσε όχι αγόραζε και έκανε χρήση χασίς και σταμάτησε να του δίνει. Αυτό τον εξόργιζε ακόμη περισσότερο και οι επιθέσεις και οι ξυλοδαρμοί των δικών του ανθρώπων έγιναν όλο και συχνότεροι.

Η μοιραία ημέρα

Την μοιραία ημέρα, ο Βαγγέλης ήταν για μία ακόμη φορά σε παροξυσμό. Ζητούσε επίμονα από τον πατερά του 300.000 δραχμές για να αγοράσει όπλα και χειροβομβίδες!

«Πάρε 20.000 να πας μια εκδρομή να ξεσκάσεις», ήταν η απάντηση του πατέρα και ο Βαγγέλης έγινε έξαλλος.
«Δεν θέλω να πάω εκδρομή, δώσε μου τα λεφτά γιατί θα σας σκοτώσω όλους» είπε. Τα λόγια του γκρέμισαν και την τελευταία αναστολή στην απόφαση του πατέρα να δώσει τέλος στο μαρτύριο…

Ήταν απόγευμα Σαββάτου. Ο Βαγγέλης κοιμήθηκε τελικά στο πάτωμα του σαλονιού. Στο σπίτι ήταν μόνο ο πατέρας του. H μητέρα με το μικρό αδελφό, τον 19χρονο Σταύρο, ήταν στο εξοχικό τους στον Κάλαμο, ενώ ο 24χρονος Κώστας σπούδαζε ψυχολογία στην Αγγλία. Πάλεψε πολύ μέσα του ο 54χρονος μηχανολόγος, ώσπου να βρει τη δύναμη, όπως είπε στους αστυνομικούς. Κάποια στιγμή τον πλησίασε με ένα τσεκούρι και του κατάφερε αλλεπάλληλα χτυπήματα. Μετά τον αποτελείωσε με μαχαιριές στο θώρακα. Τρεις ώρες αργότερα, καθώς σουρούπωνε, φόρτωσε στο τζιπ τον νεκρό γιο του και κατευθύνθηκε στην οικοδομή, κοντά στον Κάλαμο. Μετέφερε το πτώμα στο βάθος του ισογείου, το περιέλουσε με βενζίνη και έβαλε φωτιά.

«Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα» είπε. «Αναλογιζόμουν τι είχε γίνει. Το πρωί έφυγα από το σπίτι για να πετάξω το τσεκούρι και το μαχαίρι. Πριν φύγω, πήρα μαζί μου ένα πριόνι, ένα σφυρί και σακούλες σκουπιδιών. Είχα σκεφτεί να τεμαχίσω το πτώμα και να πετάξω τις σακούλες στη χωματερή» ανέφερε στους αστυνομικούς που τον ανέκριναν.

H δικαιολογία του ήταν ότι δεν έπρεπε να αποκαλυφθεί το έγκλημα, γιατί θα στεναχωριόταν η γυναίκα και τα παιδιά του. Και μόνο στο τέλος της κατάθεσής του είπε ότι έχει μετανιώσει.

«Δείτε το έγκλημα με ανθρωπιά…»
Η δίκη του έγινε τον Οκτώβριο του 1997. Ο Τύπος, αλλά και το κοινό αίσθημα ήταν συγκαταβατικά για τον 54χρονο μηχανολόγο. Η οικογένειά του τον στήριξε σε όλη την ακροαματική διαδικασία. Λίγο πριν από την απολογία του, η σύζυγός του ζήτησε να πει δυο λόγια:

«Το παιδί μου είχε μια ζωή γεμάτη αγάπη. Το τέλος του δεν δείχνει αγάπη κι αυτό με τυραννάει. Όμως υπάρχουν άλλα δύο παιδιά, που έχουν τραυματιστεί σοβαρά. Μην τα αφήσετε να πεθάνουν. Θα ήθελα να δείτε το έγκλημα με ανθρωπιά…»

Τελικά δεν του επιβλήθηκε η ποινή της ισόβιας κάθειρξης, αλλά ποινή 15,5 χρόνων. Μια ποινή όμως που τελικά δεν είχε καμία αξία για τον ίδιο. Ένα χρόνο αργότερα έσβησε στο προαύλιο των φυλακών του Κορυδαλλού. Η καρδιά του δεν άντεξε…

Πηγή: hairt