Η συγκλονιστική μαρτυρία οδηγού νταλίκας πάνω στο φλεγόμενο Norman Atlantic

Google news logo Βρείτε μας στο Google News. Πατήστε εδώ!


«Φοβήθηκα ότι μπορεί να είναι το τέλος...» με αυτά τα λόγια περιγράφει την περιπέτεια που έζησε επάνω στο φλεγόμενο πλοίο Norman Atlantic ο κ. Χάρης Λυκοτόμαρος από την Αμαλιάδα.

Ο κ. Λουκοτόματος, οδηγός νταλίκας, ήταν από τους τελευταίους που διασώθηκε και μετά από πολυήμερη περιπέτεια επέστρεψε στην οικογένειά του λίγο πριν αλλάξει ο χρόνος.

Όσα έζησε πάνω στο φλεγόμενο πλοίο, και τα οποία περιγράφει με γλαφυρό τρόπο, θα μείνουν για πάντα χαραγμένα στη μνήμη του.

Το χρονικό

«Γύρω στις 4:30 τα ξημερώματα της Δευτέρας με ξύπνησε ένας συνάδελφός μου στην καμπίνα και μου είπε: ‘Χάρη, κάτι γίνεται'. Δεν είχε χτυπήσει κανένας συναγερμός, ξυπνήσαμε από τις φωνές που ακούγαμε από τις διπλανές καμπίνες. Όταν ανοίξαμε την πόρτα της καμπίνας μυρίσαμε καπνό και καταλάβαμε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Στις 4:45 τα ξημερώματα ανεβήκαμε στο κατάστρωμα και είδαμε ότι το πλοίο καιγόταν και το ήταν ακινητοποιημένο περίπου 8 ναυτικά μίλια από το πιο κοντινό λιμάνι. Και όμως ήταν ακινητοποιημένο, ενώ θα μπορούσε να προσεγγίσει χωρίς να γίνει όλο αυτό που συνέβη. Δεν υπήρχε τίποτα, ούτε σειρήνες, ούτε κάτι από τα μεγάφωνα, ούτε πυρασφάλεια, τίποτα. Είχε φουσκώσει η λαμαρίνα και έκαιγε και βλέπαμε τα ΙΧΕ αυτοκίνητα που ήταν στο επάνω κατάστρωμα να καίγονται. Μας είπαν ότι η φωτιά πρέπει να είχε εκδηλωθεί λίγο αφότου απομακρυνθήκαμε από την Κέρκυρα».

Συγκλονίζουν οι σκηνές που περιγράφει, τις ώρες που έμεινε επάνω στο κατάστρωμα περιμένοντας τη σωτηρία: «Εγώ, μαζί με άλλα 35 άτομα και δύο σκυλιά λαμπρατόρ μείναμε επάνω στο κατάστρωμα από τα ξημερώματα της Κυριακής μέχρι το μεσημέρι της Δευτέρας, χωρίς νερό, χωρίς φαγητό, δεν υπήρχε τίποτα. Φορούσαμε τα σωσίβια και η βροχή μας μαστίγωνε, ενώ φυσούσε αέρας σχεδόν 11 μποφόρ. Βρεχόμασταν και η μόνη παρηγοριά πολλές φορές ήταν η ζεστή λαμαρίνα που καιγόταν... Φοβόμασταν μήπως γίνει έκρηξη από τα βυτία και χαθούμε όλοι. Έτρεμα γιατί είχα πάθει υποθερμία και εκείνη την ώρα το μόνο που σκεφτόμουν ήταν η οικογένειά μου».

«Δεν μπορούσαμε να κουνηθούμε»

Ο Χάρης Λυκοτόμαρος ήταν από τους τελευταίους που βγήκε από το πλοίο, ενώ αισθάνθηκε πολλές φορές ότι οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν: «Από το μεσημέρι της Κυριακής όλοι στήνονταν στην ουρά για να ανέβουν στο ελικόπτερο. Το απόγευμα της Κυριακής δεν είχα το κουράγιο ούτε να σταθώ στην ουρά και είπα ‘άστο για αύριο'. Είχα πάθει σχεδόν αγκύλωση και δεν μπορούσα να κουνηθώ. Απ' όσο θυμάμαι έκλεισα τα μάτια μου γύρω στις 6 το απόγευμα της Κυριακής και τα άνοιξα στις 5:30 τα ξημερώματα της Δευτέρας. Άκουγα τα πάντα αλλά δεν μπορούσα να κουνηθώ. Μετά βρήκα μια ζεστή γωνιά και συνήλθα κάπως. Εκεί φοβήθηκα ότι μπορεί να είναι το τέλος, γιατί και το καράβι έπαιρνε φοβερές κλίσεις. Είδα ανθρώπους να τους πετά η μάνικα από τα πυροσβεστικά στα κάγκελα, άλλοι πήδηξαν στη φυσούνα για να φθάσουν στη λέμβο. Είδα άνθρωπο που είχε βουτήξει να προσπαθεί να φτάσει στα σχοινιά και μετά χάθηκε από τα μάτια μας. Αυτοί που προσέφεραν τη μεγαλύτερη βοήθεια ήταν οι έλληνες οδηγοί. Μόνοι μας πήραμε σωσίβια, μόνοι μας προσπαθούσαμε να σωθούμε».

Πηγή: patrisnews.com