ΠΕΝΘΟΣ ΣΤΗ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΠΕΙΡΑΙΑ: Εκοιμήθη ο π. Νικόλαος Θεοδωρόπουλος

Google news logo Βρείτε μας στο Google News. Πατήστε εδώ!


Ύστερα από παράκλησή του, προς τον Άγιο Δημήτριο, τον Προστάτη της ομωνύμου ενορίας των Ταμπουρίων Πειραιά, ανήμερα της Εορτής του Αγίου!

Υπηρέτησε τον Άγιο Δημήτριο στα Ταμπούρια του Πειραιά, ενώ σε ένα άκρως κατατοπιστικό λόγο για τον μακαριστό γέροντα, ο π. Χαρίτων Παππάς, συνεφημέριός του τα τελευταία 13 χρόνια, μας μεταφέρει εν τάχει το σεπτό βίο και το πολυσχιδές έργο του π. Νικολάου, αλλά και τη μακαρία κοίμησή του, αφού πρώτα υποδέχθηκε την Παναγία την Εκατονταπυλιανή και εόρτασε την πανήγυρη του Αγίου Δημητρίου!

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΙ ΕΓΡΑΨΕ Ο π. ΧΑΡΙΤΩΝ ΠΑΠΠΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ π. ΝΙΚΟΛΑΟ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟ

 

Ὁ αἰδεσιμολογιώτατος Πρωθιερεύς, ὁ Πολυφίλητος, ὁ Σεβάσμιος, ὁ Ἠγαπημένος, ὁ Ἀδελφὸς καὶ Συλλειτουργὸς καὶ σεπτὸς πατήρ, Νικόλαος Θεοδωρόπουλος, πλήρης ἡμερῶν, κεκοίμηται. Ἤδη ἀπό το ἑσπέρας του Σαββάτου, Σαββατίζων τῶ Κυρίω, ὁ λευκόθριξ, πολιός γέρων, ἐξεμέτρησε το ζῆν, ἐπλήρωσε τὸ κοινόν του βίου τούτου χρέος, καὶ ἐνέπλησε τὴν θριαμβεύουσαν ἐν οὐρανοῖς Ἐκκλησίαν πολλῆς χαρᾶς, ἐπὶ τῇ ὑποδοχῇ τῆς μακαρίας καὶ ἡγνισμένης ψυχῆς του, τὴν ἐπὶ γῆς ὅμως στρατευομένην, κατά Πειραιά Ἐκκλησίαν και ἰδιαίτερα ταύτην τήν ἐνορίαν, κατεβύθισεν εἰς μέγα πένθος ἀφοῦ πλέον στερούμεθα τήν γλυκείαν σωματικήν, ταπεινήν, διακριτικήν και ἐν ταυτῷ ἐπιβλητικήν παρουσίαν του!

Ὁ θάνατος ὡς ἕνα βιολογικό νομοτελικό,  φυσιολογικό γεγονός για κάθε ἔμβυο ὅν, ἐκφραζόμενος ὡς ἡ ἀγάπη και ἡ οἰκονομία τοῦ Θεοῦ διά την ἡμετέτραν πεπτωκυῖαν φύσιν  μᾶς συνετίζει και μᾶς σωφρονίζει. Ἀποτελεῖ γιά τόν πνευματικόν ἄνθρωπον ἕνα «πάσχα-πέρασμα» στήν ὄντως ζωή, καθώς και τήν ἀπαρχή μέσα ἀπό τήν χαρμολύπη, μιάς ἄλλης βιοτῆς, με διαστάσεις αἰώνιες, ἰσχυρές καί  ἀκατάλυτες.

Το μυστήριον του θανάτου, τό ὄντως φοβερότατον, πού τό ἀτενίζομεν ταύτην τήν ὥρα,τό ὑπερβαίνομεν μόνον μέσα ἀπό τήν πίστιν μας, εἰς τό μυστήριον τοῦ Σταυρού καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Λυτρωτοῦ καί Σωτήρος ἡμών Ἱησοῦ Χριστοῦ.

Ἡ ἐκδημία τοῦ προκειμένου πατρός , μᾶς φέρει ἀναμφιβόλως εἰς τά ὃρια τῆς ἀνθρωπίνης φύσεώς μας, τα ὁποῖα ἐνίοτε ἡμεῖς ὑπερβαίνομεν, εἴτε φυσιούμενοι ἐκ τῆς θέσεως και δυνάμεως  εἴτε παρασυρόμενοι ὑπό τῶν τερπνῶν και φιληδόνων τοῦ κόσμου τούτου, ἐκείνων, που εἶναι σκιᾶς ἀσθενεστέρων και ὀνείρου ἀπατηλοτέρων.

Ὁ Βιργκίλ Γκεωργκίου,  στό βιβλίο του «Ἀπό τήν 25η ὥρα στήν αἰώνια ὥρα», ἀναφέρει:

Γιά κάθε ἱερέα ὁ θάνατος εἶναι μιά προαγωγή. ὁ ἱερεύς εἶναι ἀφομοιωμένος μέ τόν Θεό, δεν μπορεῖ νά πεθάνει. Μένει ἱερεύς καί μέσα στό θάνατο καί παρά τόν θάνατο. Στήν αἰωνιότητα. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς καί ἐνταφιάζουν τόν ἱερέα ντυμένο μέ ὅλα τά ἱερατικά του ἄμφια, πού φορεῖ ὅταν τελεῖ τήν θεία Λειτουργία. Ὁ ἱερεύς ἐνταφιάζεται μέ τόν Σταυρό, μέ τό Ἐπιτραχήλι, τό Φελόνι, τό Στιχάρι, τά ἐπιμανίκια… Ὅλα καί ὁλόκληρη τήν στολή, ὅπως γίνεται γιά τήν πιό ἐπίσημη ἀκολουθία. Διότι ὁ νεκρός ἱερεύς θά πάει νά λειτουργήσει στήν ἀληθινή οὐράνια Ἐκκλησία, μέ τόν ἐπίσκοπό του, τόν Χριστό.  Περνάει ἀπ’ τή μικρή του ἐπίγεια ἐκκλησία στόν καθεδρικό ναό τοῦ οὐρανοῦ, για να τελεῖ τήν παγκόσμια λειτουργία γύρω ἀπ’ τόν Χριστό. Ποτέ λοιπόν δέν πρέπει νά θρηνεῖται ὁ θάνατος ἑνός ἱερέως. Διότι δέν πεθαίνει ποτέ. Ὁ θάνατος εἶναι ὁ προβιβασμός του. Και ἐπειδή ὁ ἱερεύς μένει ἱερεύς παρά τόν φυσικό θάνατο, ὅταν τόν βάζουν στόν τάφο, ντυμένο μέ τά ἄμφια πού φοράει γιά τήν τέλεση τῆς Λειτουργίας, καλύπτουν ταὀ πρόσωπό του με τα ἱερά Καλύμματα ἤ τόν Ἀέρα, τό πανί ἐκεῖνο μέ τό ὁποῖο καλύπτουν κατά τή λειτουργία τό Ἅγιο Ποτήριο, πού περιέχει τό Σώμα και το Αἷμα τοῦ Θεοῦ.Ὁ ἀήρ συμβολίζει τόν λίθο, πού ἒκλεινε τόν τάφο τοῦ Ἱησοῦ Χριστοῦ. Ἡ πέτρα αὐτή πού ἔκλεισε τόν τάφο τοῦ Χριστοῦ, σφραγίζει ἐπίσης καί τον τάφο κάθε ἱερέως. Διότι κάθε ἱερεύς εἶναι ἀφομοιωμένος με τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ.

Μέσα εἰς τήν σωφρονιστικήν και ἐν ταυτῷ ἐλπιδοφόρῳ ταύτῃ ἐνατενίσει του θανάτου, προπέμπομεν ἐξοδίως τον Πρωτοπρεσβύτερον Νικόλαον Θεοδωρόπουλον, γόνον πολυτέκνου οἰκογενείας ἐκ Γορτυνίας ὁρμώμενον.

Ὁ Μακάριος πατήρ ἐγεννήθη τήν 12ην Μαρτίου 1931 εἰς τό Σαρακίνιον τῆς ἐπαρχίας Γορτυνίας ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς τόν Παντελῆν καί τήν Φωτεινήν. Εἰς τήν γενέτειράν του ἐπαιράτωσε τήν πρωτοβάθμιαν ἐκπαίδευσιν, στό τετρατάξιο τότε Δημοτικό σχολεῖο. Συνέχισε τήν ἐγκύκλιον μόρφωσίν του εἰς τό ὀκτατάξιον Γυμνάσιον τῆς Δημητσάνης ἀποφοιτήσας εἰς ὤριμον ἡλικίαν ἐπισυμβάντων τῶν «δισέκτων» ἑτῶν τῆς κατοχῆς  (1940-1944). Ἀκολούθως ἀφοῦ ὑπηρέτησε εἰς τόν Ἑλληνικόν στρατόν, ἐργάστηκε εἰς τήν Ἡλεκτρική ἑταιρεία ΠΑΟΥΕΡ.

Ἀπό τά μαθητικά του χρόνια διακαής πόθος του ἧτο ἡ ἀφιέρωσις εἰς τήν διακονίαν τῆς Ἐκκλησίας, νά ὑπηρετήσει τόν Θεόν καί τόν συνάνθρωπον. Κάποια χρονικήν στιγμήν μπροστά εἰς  ἕνα ἐξωκκλήσιον τοῦ Ἁγίου Δημητρίου λαμβάνει τήν ὁριστικήν ἀπόφασιν νά ἐγκαταλείψει τήν ἐπίζηλη θέσιν του εἰς τήν ἑταιρείαν, νά ἐγγραφεῖ εἰς τό Ἀνώτερον Ἐκκλησιαστικόν Φροντιστήριον Πατρῶν, ἀπ΄ ὅπου καί ἀποφοίτησε, καί ἐν καιρῶ νά γίνει κληρικός.

Αὔτη ἡ ἀπόφασίς του συνευδοκήθηκε ὑπό τοῦ συμμαρτηρήσαντος γέροντός του μακαριστοῦ  Ἀρχιμ. Θεοκτίστου Ἀλεξοπούλου ἠγουμένου τῆς Ἱερᾶς, Σεβασμίας και περιπύστου, Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας, Ἐπίσης συναντιλήπτορες εἶχε τόν Μητροπολίτην  Πατρῶν Θεόκλητον τόν ἐκ Δημητσάνης καταγόμενον, ὡς καί τόν Πρωτοσύγκελλόν του Ἀρχιμ. Θεόκλητον Ἀβραντινήν.(εἴτα Μητροπολίτην Αἰτωλίας και Ἀκαρνανίας)

Ἡ προσευχή του ἔφερε εἰς τόν δρόμον του, «τόν Σίμωνα Κυρηναῖον» τῆς ζωῆς του, την πνευματικά καλλιεργημένη, μακαριστήν πρό ἐξαμήνου. Πρεσβυτέραν του Ἀθανασίαν το γένος Γεωργίου.έκ πόλεως Πατρῶν,γόνον λευιτικῆς οἰκογενείας. ἀπο τον γάμον των ἀπέκτησαν τρία τέκνα, τον Παντελή, τη Φωτεινή και την Εὐθυμία, ἔχαιρε σφόδρα και ἐκαμάρωνε διά τάς  ἐξαιρέτους συζύγούς των, την Ἐλισάβετ,τον Ἰωάννην και τον Θεοδόσιον, που του έχάρησαν τρία ἔκγονα, την Αθανασίαν , την Βασιλικήν και τον Ἀνδρέα, και ἔχαιρε με ἄφατη χαρά δια τάς ἐν τῶ βίω ἐπιτυχίας των.

Ἐκλεγέντος τοῦ Μητροπολίτου Πατρῶν Θεοκλήτου εἰς τόν Ἀρχιεπισκοπικόν θρόνον, καλεῖται πλησίον του και τῇ ἐντολῇ του χειροτονεῖται διάκονος τήν 15ην Αυγούστου 1959 εἰς τόν Ἱερόν Ναόν Εὐαγγελιστρίας Πειραιῶς ὑπό τοῦ Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Θαυμακοῦ Χρυσόστομου (εἴτα Μητροπολίτου Μεσσηνίας). Διορίζεται διάκονος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίας Μαρίνης Θησείου ὅπου παραμένει μέχρι τῆς εἰς πρεσβύτερον χειροτονίας του.

Τήν 4ην Δεκεμβρίου 1960, καί πάλιν σεπτῇ  ἐντολῇ τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἁθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυροῦ Θεοκλήτου, χειροτονεῖται ὑπό τοῦ ἐπισκόπου Ἀχαΐας κ. Παντελεήμονος (εἴτα μητροπολίτου Κορινθίας) εἰς τόν Ἱερόν Ναόν Ἁγίου Βασιλείου (ὁδοῦ Μετσόβου) Ἀθηνῶν πρεσβύτερος.

Ἀπό τήν 5ην Δεκεμβρίου τοῦ αὐτοῦ ἕτους διορίζεται προσωρινός ἐφημέριος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Δημητρίου Πειραιῶς. Ἀπ΄ αὐτήν τήν ἡμέραν ἀρχίζει τήν ποιμαντικήν δράσιν του ὁ νέος ἐφημέριος, πού συνδέεται τό ὄνομά του μέ τήν ἐνορίαν γιά πεντήκοντα και ἔξ συναπτά ἕτη. Ἄν καί τοῦ προτάθηκαν ἀργότερα καί ἄλλες καλύτερες ἐφημεριακές θέσεις ἐκεῖνος δέν δέχτηκε οὐδεμίαν διά νά μήν προδώσει τήν ἀγάπην τοῦ ποιμνίου του.

Ἐντός ὁλίγων ἡμερῶν ἀπό τοῦ διορισμοῦ του, ἀναλαμβάνει, ὡς ἔχων τά νόμιμα καί κανονικά προσόντα, πρόεδρος τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου, πρόεδρος τῶν ἐπιτροπῶν, τῆς Ἐρανικῆς, τῆς Φιλοπτώχου καί τῆς ἀπορίας ὡς καί ὑπεύθυνος τῆς νεότητος.

Κατά τήν διάρκειαν τῆς προεδρίας του εἰς τό ἐκκλησιαστικόν συμβούλιον, συνετέλεσε τά μέγιστα εἰς τήν ἀποπεράτωσιν τοῦ περικαλούς Ἱεροῦ τούτου Ναοῦ διότι δέν εἶχον τελειώσει ἀκόμη οἱ ἐργασίες ἀνοικοδομήσεως του. Μέ πρότασίν του ἀφιερώνονται τά δύο παρεκκλήσια τοῦ περιπύστου τούτου Ναοῦ εἰς τόν Ἅγιον Ἰωάννην τόν Ρῶσσον (τό βορινόν) καί εἰς τόν Νεοφανήν και ἄρτι κατασταθέντα ἐπισήμως εἰς τάς δέλτους τοῦ Ὀρθοδόξου ἁγιολογίου, Ἅγιον Νεκτάριον (τό νότιον) τό ὁποῖον κατέστη τό πρῶτον ἐγκαινιασθέν ἀνά τήν  Οἰκουμένην. Τήν αὐτήν περίοδον καί συγκεκριμένα εἰς την 23ην  Σεπτεμβρίου 1963 ἐτελέσθησαν τά ἐγκαίνια τοῦ περικαλλοῦς τούτου Ναοῦ ὑπό τοῦ ἐπισκόπου Ἀχαΐας κυροῦ Παντελεήμονος καί κατά τήν αὐτήν ταύτην ἡμέραν ὁ Τοποτηρητής τῆς ἀρτισυστάτου Μητροπόλεως Πειραιῶς, Μητροπολίτης Ὕδρας Σπετσῶν καί Αἰγίνης κυρός Προκόπιος τοῦ ἀπονέμει τό ὀφφίκιον τοῦ οἰκονόμου.

Ἀξίζει να σημειωθεῖ ὅτι ὁ τριακονταετής τότε. Νικόλαος μπόρεσε καί διατήρησε ἕνα σπουδαῖο καί σημαντικό πνευματικό, φιλανθρωπικό καί νεανικό ἔργο πού εἶχε ἱδρύσει μέ τήν φωτεινήν πνευματική ἀκτινοβολία ὁ Ἀρχιμ. Παντελεήμων Μπαρδᾶκος (μετέπειτα Μητροπολίτης Σάμου και Ἰκαρίας) εἰς τήν δεκαπενταετήν δυναμικήν, πολύκαρπον και καλλίκαρπον διακονίαν του εἰς την ἡμετέραν ἐνορίαν.Ἐπιγραμματικά σημειώνουμε τό συσσίτιο τῶν ἀπόρων, τήν ἐνοριακήν κατασκήνωσην με 2.000 νέους και νεάνιδας, εἰς τα  Βίλλια Ἀττικῆς .τά τριάκοντα πολυπληθῆ τμήματα, ὅλων τῶν βαθμίδων τῶν κατηχητικῶν σχολείων μέ κατηχητές πού διηκόνησαν ὕστερον τήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, ὡς Μητροπολίτες, Καθηγούμενοι και Καθηγουμένες καί καθηγητές Πανεπιστημίων,

Γιά περισσότερο ἀπό 25 ἕτη εἶχε τήν διοίκησιν τῆς Φιλοπτώχου ἐπιτροπῆς ἐν ὧ τό Ἐκκλησιαστικόν συμβούλιον τό ἀνέλαβε μετά τριετίαν ὁ δεινός τῷ λόγῳ π.Ἰγνάτιος Πουλουπάτης, Πρωτοσύγκελος τότε τῆς ἀρτισυστάτου Μητροπόλεως Πειραιῶς.

Ἡ Ἐκκλησία τόν ἐκάλεσε διά τῆς προχειρήσεως του εἰς πνευματικόν  τήν 26ην Ὀκτωβρίου 1965 νά διακονήσει τους «κοπιώντας και πεφορτισμένους» μέσα ἀπ’ τό ψυχοσωτήριον μυστήριον τῆς μετανοίας καί ἐξομολογήσεως ἵνα αναπαύσῃ αὐτούς.

Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης πρώην Πειραιῶς κ. Καλλίνικος ἐκτιμώντας τήν θεοφιλή διακονίαν του κατά τόν ἐσπερινόν τῆς πανηγύρεως στίς 25 Ὀκτωβρίου 1994 τοῦ ἀπένειμε τό, ὕπατον διά τόν ἔγγαμον  κλῆρον, ἐκκλησιαστικόν ὀφφίκιον τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου.Ὁ ἴδιος, κατόπιν αἰτήσεως τοῦ π. Νικολάου, συμπληρώσας τά κατά νόμον προσόντα, τόν ἀπέλυσε λόγ­ῳ γήρατος καί πολυετοῦς, ἀγλαοκάρπου και πολυκάρπου, ὑπηρεσίας ἐκ ἐφημεριακῆς θεσεώς του, τήν 31ην Μαρτίου 2001, ἐκφράζοντας τήν εὐρέσκειαν τῆς Μητρός Ἐκκλησίας διά τήν μακροχρόνιον εὐδόκιμον και θεοφιλή ἐν αὐτῇ διακονίαν του.

Ἀποτελεῖ, ἀδελφοί, κοινήν πεποίθησιν  τῆς ἐνοριακῆς ἡμῶν συνάξεως, ὡς και τῆς κατά Πειραιά Ἐκκλησίας,  ὅτι ὁ π Νικόλαος  δὲν ἦτο εἷς συνήθων μέτρων ἱερεύς .Ἠγάπα και ἠγαπᾶτο ὑπό πάντων. Ἄλλωστε καὶ ἡ μορφὴ αὐτοῦ καὶ ἡ ὅλη παρουσία ἠκτινοβόλει μεγαλοπρέπεια σεμνότητα καὶ δικαιοσύνην! Ὑπῆρξε πνευματικά ὁλοκληρωμένη προσωπικότητα μέ ἀκέραιον  ἐκκλησιαστικόν ἧθος. Ὁ λόγος του πάντοτε μεστός, συμβουλευτικός, εἰλικρινής, ἀσυμβίβαστος, φιλειρηνικός, Θυμόσοφος και φιλαλήθης πρᾷος, καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, ἀλλὰ καὶ μαχητὴς ἀνυποχώρητος καὶ θυσιαστικὸς ὁσάκις παρίστατο ἀνάγκη,καί ἐνίοτε ἐλεχτικός καί καυστικός.

Ἐκεῖνο πού τόν καταξίωσε ὡς τον «παπά» τῆς ἐνορίας καί τόν κατέστησε ἀγαπητό εἰς πάντας, δέν ἧτο οὔτε ἡ διοικητική οὔτε ἡ συγγραφική δυνότητα οὔτε τά κατ΄ ἄνθρωπον προσόντα, ἀλλά ἡ κατά Θεόν προσφορά καί θυσία. Ἐκεῖνο πού το κατεξίωσε εἰς τήν συνείδησιν τῆς ἐνορίας εἶναι ὅτι προσέφερε πλουσίους πνευματικούς καρπούς εἰς τόν Θεῖον Ἀμπελῶνα πού μόνον ὁ Παντογνώστης Κύριος και οἱ εὐεργετηθέντες γνωρίζουν.Ὑπῆρξε ὁ ἀπλοῦς καί ἀνεπιτείδευτος ἱερεύς πού συμπαρίστατο εἰς τά προβλήματα τοῦ ποιμνίου του «ἔχαιρε μετά χαιρόντων και ἔκλαιε μετά κλαιόντων» Ἧτο ὁ ἱερεύς πού ἠγίαζε διά τῶν μυστήριων τῆς Ἐκκλησιας  τόν φιλόχριστον λαόν. Ἦτο ἐκεῖνος πού ἐθυσίαζε καί τάς οἰκογενειακάς του στιγμάς του γιά τήν διακονία τῶν πιστῶν.Ἧτο φιλάδελφος, φιλότεκνος, ἐλεήμων, πλήρης σπλάγχνων οἰκτιρμῶν, διαλλακτικός, εἰρηνοποιός, ἀνθρωπος με ἀνοικτούς ὁριζόντες καὶ μὲ ἄμεσον ἐπαφὴν μὲ τὴν σύγχρονον πραγματικότητα, Ἠγάπα ὑπερβαλλόντως την ἡρωοτόκον γενετειράν του και ἀσχολούμενος ἐπισταμένως με τα λαογραφικά στοιχεία της περιοχῆς, συνέγραψε ἐπ αὐτῷ, δύο ιστοριοδιφικά και λαογραφικά βιβλία με τον τίτλο Σαρακιναιίκα Α και Β. Στην ἰδιαιτέρα πατρίδα ἄφησε τόν μάταιο τοῦτο κόσμο.τό ἑσπέρας τοῦ Σαββάτου.

Θα μπορούσαμε να ποῦμε ὅτι εἰς τον ἀδαμάντινον και πνευματέμορφον χαρακτήρα του, συνεκέντρωνεν ὡς θὰ ἔλεγε ὁ Γρηγόριος ὁ Νύσσης, για τον Μελέτιο Ἀντιοχείας τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν,«Δαβίδ τὴν πρᾳότητα, Σολομῶντος τὴν σύνεσιν, Μωϋσέως τὴν ἀγαθότητα, Σαμουὴλ τὴν ἀκρίβειαν, Ἰωσὴφ τὴν σωφροσύνην, Δανιὴλ τὴν σοφίαν, Ἠλιοὺ τὸν ζῆλον τῆς πίστεως».

Εἰς τήν δεκατριάχρονη συνδιακονίαν μας ἐν ἐνεργεία ὄντος του μακαρίου ἀνδρός, ὡσαύτως καί μετά ταῦτα, ἔως τῶν ἐσχάτων, διά τῆς διακριτικῆς του παρουσίας ἐν τῆ ἐνορίᾳ, ἔχω ἐν παρρησίᾳ νά ὁμολογήσω ὅτι διά ὑμᾶς τούς νεωτέρους ὑπῆρξε καί θά ὑπάρχει πάντοτε ὁ πνευματικός πατέρας ὁ ἀληθής καί εἰλικρινής συνεφημέριος και φιλόπονος συνεργάτης καί ἀρωγός στό ἔργο μας.

Τό ἀφανές καί ἐν ταυτῷ βαθύ καί πνευματικόν ἔργον του καταστήσεται φάρος φωτεινός ἔμπροσθεν μας εἰς τήν διακονία μας ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ.

Ἡ κοίμησις τῆς μακαριστῆς πρεσβυτέρας κατέστη τό μεγαλύτερο πλήγμα για κεῖνον, τόν ἐλύπησε,  βαθύτατα, τοῦτος ὁ χωρισμός ἔνοιωθε ἔντονα τήν ἀπουσία της, καί ἐγκατέλειψε τόν ἑαυτό του, παρά την φροντίδα και ἀμέριστη συμπαράσταση τῶν τέκνων του, σάν να  μήν ἤθελε, νά συνεχίσει, νά ζεῖ. Προσεύχονταν νά ἀναχωρήσει καί  ἐκείνος γιά τήν συναντήσει εἰς τάς ἐπουρανίους μονάς. Τό ἑσπέρας τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ἀσπαζόμενος τήν εἰκόναν του, παρακάλεσε τόν Ἅγιό μας «Ἄν μέ ἀγαπᾶς πάρε με σύντομα κοντά σου». Καί εἰσήκουσε ὁ Ἅγιος τήν προσευχή του καί ἐγένετο κατά τό ρῆμα του.

Εὐχαριστίες ἀναπέμπομεν πρόν τον Κύριόν μας που μας τον ἐχάρισεν δια περισσότερο ἀπό τοῦ ἡμίσεως τοῦ αἰῶνος, ἀστέρα και λύχνον ἐπί τήν λυχνίαν, συνδιαλεγόμενον μεθ΄ ἡμῶν, συμβουλεύοντα καί καθοδηγούντα ἐν πραϋτητι και  ἀγάπη ἡμᾶς.!

Πολυσέβαστε πολιέ π. Νικόλαε ὅπως μέχρι τώρα μᾶς ἔνωνε ἡ προσευχή ἑν τῷ θυσιαστηρίῳ οὔτῳ καί ἀπό τοῦ νῦν, ὅσα ἕτη ἐπιτρέπει ἡ Ἀγαθότης καί ἡ Παντοδυναμία Του νά Τόν ὑπηρετοῦμε, θά σέ μνημονεύουμε εἰς τήν Θείαν Λατρείαν, ἵνα ἀναπαύῃται ἡ ψυχή σου ἐν τῇ ἀγήρῳ μακαριότητι, και ἵνα εὔρῃ ἔλεος αὕτη ἐν τῇ φοβερᾷ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως,  δεόμενοι και προσευχόμενοι μισθανταποδότης Κύριος  νά σοῦ ἀνταποδώσῃ  μεν «τόν στέφανον ὄν ἐπηγγείλατο τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν», ὡσαύτως δε σε ἀναπαύσῃ ἐν χώρα ζώντων, και πύλας παραδείσου ἀνοίξῃ σοι, και βασιλείας δείξῃ πολίτην και ἄφεσιν σοι δώη ὧν ἧμαρτες ἐν βίω, φιλόχριστε.

Χαίροις Γορτυνίας θεῖος βλαστός. Χαίροις Πειραιῶς τε πολυσέβαστος κληρικός, χαίροις ἐνορίας τε διδάσκαλος ὁ θεῖος, Νικόλαε  θεόφρον ηὐλόγη τά τέκνα σου.

Ἀξιομακάριστε π. Νικόλαε ἔστω ἡ μνήμη σου αἰώνιος και ἄληστος ἡμῖν και τοῖς ἐπιγενομένοις.