Στην αντεπίθεση ο Ριχάρδος: «Ζητάω πίσω τον χρυσό που του κατάσχεσαν»

Google news logo Βρείτε μας στο Google News. Πατήστε εδώ!


Με «βροχή» προσφυγών προσπαθούν οι οκτώ προφυλακιστέοι κατηγορούμενοι στην υπόθεση της διακίνησης του χρυσού να παρακάμψουν την εκκωφαντική σιωπή της Εισαγγελίας στην ανάκληση των ενταλμάτων προσωρινής τους κράτησης που ζήτησε η ανακρίτρια προκειμένου να αφεθούν ελεύθεροι.

Την ώρα που ο ενεχυροδανειστής Ριχάρδος μεταφερόταν στις φυλακές Ναυπλίου, οι συνήγοροί του κατακεραύνωναν τις απανωτές «γκάφες» στην υπόθεση, θέτοντας μάλιστα ευθέως θέμα απόδοσης των ποσοτήτων χρυσού που του έχουν κατασχεθεί.

Τον «γόρδιο δεσμό» στο θέμα όπως φαίνεται, θα κληθεί να λύσει το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο που θα αποφανθεί επί των προσφυγών που καταθέτουν οι κατηγορούμενοι.

Για «σενάριο που δημιουργήθηκε από το Τμήμα Ασφαλείας Αμαρουσίου» αλλά και για σκόπιμη κατασκευή εντυπώσεων με το χαρακτηρισμό της υπόθεσης ως λαθρεμπορία χρυσού, κάνουν λόγο οι υπερασπιστές του ενεχυροδανειστή.

Με την προσφυγή του στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, ο γνωστός, από τις τηλεοπτικές του εμφανίσεις, ενεχυροδανειστής καταλογίζει «σκόπιμη προχειρότητα» στους αστυνομικούς για το κατηγορητήριο που δεν πληροί καν «την αντικειμενική υπόσταση της λαθρεμπορίας».

Στην προσφυγή αναφέρεται μεταξύ άλλων :«Είναι βέβαιον ότι κατά την εξαγωγή χρυσού από την Ελλάδα προς την Τουρκία δεν οφείλονται εξαγωγικοί δασμοί» υποστηρίζει στην προσφυγή του ο ενεχυροδανειστής ο οποίος επικαλείται και τις σχετικές αναφορές της ΑΑΔΕ. Παράλληλα, στρέφει τα βέλη του στο Τμήμα Ασφαλείας Αμαρουσίου που διενήργησε την προανάκριση υπογραμμίζοντας πως «ενώ όφειλε και μπορούσε να αναζητήσει τα έγγραφα των αρμόδιων υπηρεσιών σχετικά με το θέμα της λαθρεμπορίας προκειμένου να τα συμπεριλάβει στη δικογραφία δεν το έπραξε με αποτέλεσμα αυτή την τεράστια κινητοποίηση και την ταλαιπωρία δεκάδων ανθρώπων χωρίς καν να υπάρχει αξιόποινη πράξη».

Ο ενεχυροδανειστής εκλαμβάνει το γεγονός ότι δεν έχει απαντήσει ακόμη η εισαγγελική αρχή ως διαφωνία με την ανακρίτρια επισημαίνοντας πως «όσοι είχαν την τύχη να απολογηθούν στις 3/12/2018, συνολικά 23 άτομα, αποφυλακίσθηκαν με βάση την απάντηση της ΑΑΔΕ, ενώ εγώ που είχα την ατυχία να απολογηθώ στις 2/12/2018, παραμένω προσωρινά κρατούμενος». Όπως επισημαίνει ο κατηγορούμενος «το Ελληνικό Δημόσιο που φέρεται ως παθόν στην υπόθεση, επίσημα δήλωσε ότι δεν έχει απαίτηση δασμών και φόρων από την αποδιδόμενη στους κατηγορουμένους πράξη λαθρεμπορίας, διότι δεν πρόκειται περί λαθρεμπορίας αλλά περί απλής τελωνειακής παράβασης, άρα το Ελληνικό Δημόσιο δεν είναι παθόν και συνεπώς δεν υπάρχει ούτε ποινικό αδίκημα ούτε κάποιο δημόσιο συμφέρον που να δικαιολογεί τη συνέχιση της ταλαιπωρίας όσων άδικα προφυλακίστηκαν». Μάλιστα, εκφράζει τη βεβαιότητα πως το δημόσιο θα ζημιωθεί στην περίπτωση που ο ίδιος παραμείνει στη φυλακή.

«Είναι πράγματι τραγικά αντιφατικό το γεγονός ότι, ενώ το Ελληνικό Δημόσιο δεν έχει καμία απαίτηση εναντίον μου από τις δικαζόμενες πράξεις, ελλοχεύει ο κίνδυνος να μείνουν απλήρωτες οι υποχρεώσεις μου προς το Ελληνικό Δημόσιο από την επιχειρηματική μου δραστηριότητα σε περίπτωση συνεχίσεως της προσωρινής μου κράτησης. Συνεπώς αυτό που προκαλεί αυτή τη στιγμή κίνδυνο βλάβης των συμφερόντων του Ελληνικού Δημοσίου δεν είναι οι διερευνώμενες πράξεις μου, αλλά η άδικη και συνεχιζόμενη προσωρινή μου κράτηση!!!» τονίζει.

Ο γνωστός ενεχυροδανειστής επαναλαμβάνει πως δεν έχει διαπράξει καμία αξιόποινη πράξη καθώς, όπως λέει, «η επιχείρησή μου προέβαινε αποκλειστικά και μόνο σε νόμιμες εξαγωγές χρυσού μέσω του τελωνείου του αερολιμένα «Ελ. Βενιζέλος»» και βάζει εκ νέου στο κάδρο τον Τούρκο συγκατηγορούμενο του. «Δεν είχα πραγματικά κανένα λόγο και κανένα κίνητρο έστω και να διανοηθώ να προβώ σε παράνομη εξαγωγή χρυσού» αναφέρει χαρακτηριστικά.

Επιπλέον, ζητεί να αφεθεί ελεύθερος καθώς εκτός από το γεγονός, όπως λέει, ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για να παραμείνει κρατούμενος έχει υποχρέωση να στηρίξει τα 5 παιδιά του αλλά και την επιχείρησή του η οποία «ως ατομική επιχείρηση δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά χωρίς τον προσωπικό μου έλεγχο και την προσωπική μου καθοδήγηση, ειδικά μάλιστα αφού μετά την παρούσα υπόθεση είναι αναγκαία η διευθέτηση πολλών οργανωτικών ζητημάτων».

«Δυστυχώς η τεράστια αρνητική δημοσιότητα που έχω υποστεί αυτές τις ημέρες μετά τη σύλληψή μου, έχει σοβαρές επιπτώσεις στα καταστήματά μου με την ουσιαστική παύση προσέλευσης πελατών, αφού επλήγη η αξιοπιστία και η εντιμότητά μου έναντι του κοινού, και αν δεν ανατραπεί αυτή η κατάσταση με την αποφυλάκισή μου, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να κλείσουν τα καταστήματα, να απολυθεί το προσωπικό και να βρεθούν 100 οικογένειες στο δρόμο, αλλά και να μείνουν απλήρωτες οι υποχρεώσεις μου προς τους ιδιοκτήτες των καταστημάτων, το δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, οι οποίες αυτή τη στιγμή δεν είναι ληξιπρόθεσμες, αλλά θα γίνουν στο άμεσο μέλλον και δεν θα μπορούν να καλυφθούν με την επιχείρηση σε ουσιαστική παύση λειτουργίας» υποστηρίζει καταλήγοντας «Ήδη με την απολογία μου σας έχω προσκομίσει όλες τις ρυθμίσεις των οφειλών μου προς την εφορία, οι οποίες είναι ενήμερες μέχρι και το μήνα Νοέμβριο, αλλά προφανώς θα βρεθώ σε παντελή αδυναμία πληρωμής τους, αν συνεχιστεί η προσωρινή μου κράτηση και η δια αυτής δυσφήμησή μου ως επιχειρηματία και ατόμου».

Προφυλακίστηκα άδικα

«Αδικία» χαρακτηρίζει την προσωρινή της κράτηση η στενή συνεργάτιδα του ενεχυροδανειστή σε προσφυγή που κατέθεσε στο Δικαστικό Συμβούλιο ζητώντας να αφεθεί ελεύθερη.

Η κατηγορούμενη, μητέρα δυο ανήλικων παιδιών, οδηγήθηκε στη φυλακή μετά την απολογία της καθώς οι αρχές της απέδωσαν κομβικό ρόλο στο κύκλωμα. Η ίδια, ωστόσο, από την πρώτη στιγμή αρνείται την εμπλοκή της στην υπόθεση υποστηρίζοντας πως εργάζεται ως υπάλληλος στο ενεχυροδανειστήριο «αμειβόμενη με μηνιαίο μισθό και παρέχουσα τις απολύτως νόμιμες υπηρεσίες της, με τους απαιτούμενους νόμιμους τύπους, σε νόμιμες δραστηριότητες κατά τη λειτουργία της επιχείρησης αυτής, πάντοτε υπό τις εντολές και οδηγίες του εργοδότη της, πάντοτε με την έκδοση των νομίμων παραστατικών, χωρίς να έχει διαπιστώσει ή αντιληφθεί κάποια δήθεν «μη νόμιμη» δραστηριότητα».

Στην προσφυγή που κατέθεσε, μέσω του συνηγόρου της, η κατηγορούμενη υπογραμμίζει πως «απεδείχθη ότι δεν επιβάλλονται, ούτε υπάρχουν, δασμοί σε εξαγωγές προς την Τουρκία, οπότε είναι πρόδηλον ότι δεν υφίσταται το έγκλημα της (ανύπαρκτης) «λαθρεμπορίας», του επί των δήθεν «διαφυγόντων» ανυπάρκτων «δασμών» ερειδομένης δήθεν «νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες» και βεβαίως ούτε και «της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση» για τα οποία η ίδια προφυλακίστηκε. Επικαλείται, μάλιστα, το έγγραφο της ανακρίτριας η οποία ζητεί την ανάκληση των προφυλακίσεων καθώς, όπως λέει, η δικαστική λειτουργός «ΟΜΟΛΟΓΗΣΕ ότι «ΔΕΝ ΣΥΝΤΡΕΧΟΥΝ ΠΛΕΟΝ ΟΙ ΛΟΓΟΙ για τους οποίους επιβλήθηκαν οι ΠΡΟΣΩΡΙΝΕΣ ΚΡΑΤΗΣΕΙΣ».

«Συνιστά άκρα αδικία η εξακολούθηση της προσωρινής κρατήσεώς της κατηγορουμένης – εντολέως μου, μολονότι μητέρας δύο ανήλικων τέκνων εν όψει μάλιστα και των εξελίξεων της 3.12.2018, οπότε, λόγω των ανωτέρω Δημοσίων εγγράφων, όλοι οι απολογηθέντες (συγ)κατηγορούμενοι αφέθησαν ελεύθεροι» αναφέρεται , μεταξύ άλλων, στην προσφυγή της.